30.1.08

Ο χρυσοθήρας

Ο Τζο ο χρυσοθήρας μάζευε σπυρί-σπυρί το χρυσάφι, ολομόναχος κι απομονωμένος ψηλά στο βουνό. Πολλές φορές έλεγε να τα παρατήσει και να φύγει, αλλά μια φωνή, η φωνή της ελπίδας, του έλεγε: «Μη τα παρατάς Τζο. Αύριο θα βρεις τη μεγάλη φλέβα με το χρυσάφι και θα γίνεις πάμπλουτος!..»
Μεγάλη φλέβα δεν έβρισκε, αλλά όλο και κάτι εύρισκε, που αν δεν είχε τα τεράστια έξοδα εργαλείων και επιβίωσης σ’ εκείνη την περιοχή, θα μπορούσε να μαζέψει πολύ πράμα.
Μια μέρα, μάζεψε τα υπάρχοντά του και τα πέντε σακούλια με χρυσάφι που κατάφερε τελικά να περισώσει, και κατέβηκε στην πόλη. Θα ξεκουραζόταν για λίγο κι ύστερα θα τραβούσε για την πατρίδα του για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Άραξε σ’ ένα σαλούν κι είχε πιει μερικά ουίσκι, όταν το μάτι του έπεσε στο τραπέζι της ρουλέτας. Πλησίασε και καθώς έτρεχε η μπίλια σαν τρελή επάνω στα νούμερα, ο Τζο άκουσε τη φωνή της ελπίδας να του φωνάζει: «Τι περιμένεις Τζο!.. Πόνταρε στο δεκατρία!..»
Βγάζει μια χούφτα δολάρια και τα ακουμπάει στο δεκατρία. Η φωνή του ξαναφωνάζει : «Τι κάνεις Τζο; Τόσα λίγα; Τώρα είναι η ευκαιρία σου, να πάρεις αυτά που δικαιούσαι!..»
Αδειάζει ότι δολάρια είχε επάνω στο δεκατρία, αλλά η φωνή δεν τον άφηνε. «Χρυσάφι, Τζο. Πόνταρε χρυσάφι για να πάρεις χρυσάφι!..»
Η μπίλια χοροπήδαγε ξέφρενα, κι ο Τζο πιάνει ένα από τα σακούλια με το χρυσάφι του και το βάζει επάνω στο δεκατρία. «Τζο μη τσιγκουνεύεσαι!.. Η τύχη σου είναι στο δεκατρία!..» Και δεύτερο, κι ύστερα τρίτο σακούλι στο δεκατρία, ο Τζο, μα η φωνή αγρίεψε. «Τι κάνεις Τζο; Τσιγκουνεύεσαι τώρα που είναι η μεγάλη σου στιγμή; Όλα στο δεκατρία, μην αργείς!..»
Η μπίλια κουρασμένη, ήταν έτοιμη να φωλιάσει σ’ ένα νούμερο και λίγο πριν ο κρουπιέρης σταματήσει το ποντάρισμα, ο Τζο ακούμπησε και τα άλλα δυο σακούλια χρυσάφι στο δεκατρία.
«Τέσσερα κόκκινο!..» φώναξε ο κρουπιέρης κι η φωνή της ελπίδας, λυπημένα: «Χάσαμε Τζο!..»

Δεν υπάρχουν σχόλια: