23.4.08

Δεν το ήξερε

Μεταξύ γειτόνων.
-Ξέρεις ότι χτες το βράδυ ξέχασες τα παράθυρα ανοιχτά και σε είδα στο κρεβάτι με τη γυναίκα σου;
-Όχι δεν το ήξερα. Μόλις γύρισα από ένα ταξίδι για δουλειές.

Τι να 'ρθω να κάνω;

Εκεί που βάδιζε ένας τύπος, βλέπει σ’ ένα μπαλκόνι μια γκομενάρα με το διάφανο νυχτικό της, να του κάνει νόημα, ν’ ανέβει επάνω. «Εγώ;», της κάνει με νοήματα αυτός. «Ναι, ναι… έλα επάνω!..»
Δεν χάνει καιρό ο τύπος κι ανεβαίνει επάνω, όπου η γκόμενα τον ξέντυσε και τον έριξε στο κρεβάτι. Πριν προλάβουν να κάνουν τη δουλειά, ανοίγει με πάταγο η εξώπορτα και προβάλει ένα κτήνος δυο μέτρα -ο άντρας της- , με άγριες διαθέσεις.
-Ρε καριόλη, με τη γυναίκα μου; Τώρα την έβαψες.
Τον βάζει κάτω, κι όπως ήταν και γυμνός. τον ξεκόλιασε στο γαμίσι.
-Και μη ξαπατήσεις το πόδι σου εδώ. Τα’ ακούς;
Μετά από κάποιες μέρες που έτυχε να περνάει από την ίδια γειτονιά, ξαναβλέπει την γυναικάρα προκλητική, να του κάνει νόημα ν’ ανέβει. «Ο άντρας σου;» της κάνει με νοήματα αυτός. «Λείπει μακριά, σε ταξίδι… έλα, έλα γρήγορα!..»
Ανεβαίνει ο τύπος κι η γκόμενα σαν λυσσασμένη τον ρίχνει στο κρεβάτι κι αρχίζει το παιχνίδι. Φαίνεται δεν το ‘θελε η μοίρα, κι η εξώπορτα άνοιξε με πάταγο κι ακούστηκε η βροντερή φωνή του συζύγου. «Αγάπη μου, γύρισα!.. Το ταξίδι αναβλήθηκε….. Ρεεεε!... τι ζητάς πάλι εσύ εδώ με τη γυναίκα μου;»
Το βάζει κάτω, και που σε πονά και που σε σφάζει. Τον ξέσκισε στο γαμίσι.
Έφυγε ο τύπος και… πού να ξαναπεράσει από τη γειτονιά!.. Να όμως που λόγω δουλειάς βρέθηκε ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι της τύπισσας που μόλις τον είδε του φωνάζει.
-Έλα, έλα επάνω.
-Είναι μέσα ο άντρας σου;
-Όχι, λείπει στα σίγουρα σε ταξίδι στο εξωτερικό.
-Τότε τι να ‘ρθω να κάνω;

Παρθένα

Στη πρώτη νύχτα γάμου ενός νιόπαντρου ζευγαριού:
-Άνδρας: Αγάπη μου σήμερα θα στο κάνω από εκεί που δεν στο έχει κάνει κανείς.
-Γυναίκα: Αααχ όχι, όχι τα ματάκια μου.

Κλαμμένο μουνί

Ένας τύπος λέει το πρόβλημά του στο σεξολόγο. Κάθε φορά που έκανε σεξ με τη γυναίκα του εκείνη ξεσπούσε σε κλάματα.
- Φέρ' την αύριο από εδώ να την εξετάσουμε, του λέει ο γιατρός.
Την επόμενη μέρα, πάει τη γυναίκα του στο ιατρείο.
- Γιατί κλαίτε, κυρία μου; τη ρωτάει όλο απορία ο γιατρός.
- Δεν ξέρω γιατρέ μου! Εκεί που κάνουμε έρωτα, κλαίω.
- Ελάτε στο ιδιαίτερο να κάνουμε μια εξέταση. Βγάλτε τα ρούχα σας.
Την εξετάζει αλλά δεν κατάφερε να βγάλει κανένα συμπέρασμα.
- Δυστυχώς κυρία μου δεν μπορώ να καταλάβω τι σας συμβαίνει! Μόνο αν δοκιμάσω και εγώ θα καταλάβω.
- Εντάξει, του λέει αυτή, να δούμε επιτέλους τι φταίει.
Την ξαπλώνει στον καναπέ κι αρχίζει τη δουλειά του ο γιατρός.
- Αχ, γιατρέ μου...Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Πιο μέσα!
Πιο μέσα ο γιατρός.
- Αχ, γιατρέ! Τί είναι αυτό! Ακόμα πιο μέσα!
Ακόμα πιο μέσα ο γιατρός. Μετά από λίγο:
- Αχ, γιατρέ μου! Κι άλλο μέσα!
Απεγνωσμένος ο γιατρός:
- Ε, δεν μπορώ άλλο πιο μέσα κυρά μου.
Και η γυναίκα:
- Ουαααααα! Ουααααα!

16.4.08

Τσισάκια

Πάει ο τύπος στον ψυχίατρο, και του λέει
"Γιατρέ, έχω ένα πρόβλημα. Κατουριέμαι πάνω μου όταν κοιμάμαι"
"Μα, κύριε μου, εγώ είμαι ψυχίατρος. Τι μπορώ να κάνω γι' αυτό?"
"Καθίστε να σας πω... Το πρόβλημα μου είναι ψυχολογικής φύσεως... Το
βράδυ, στο όνειρό μου, εμφανίζεται ο Σατανάς αυτοπροσώπως, και με ρωτάει: Τσισάκια Κάναμε;... του απαντάω: όχι, κι αυτός μου λέει: Να κάνουμε, να κάνουμε..... και κατουριέμαι!.."
Ο γιατρός, τον συμβουλεύει να κατουράει πριν κοιμηθεί, ώστε να μην του φεύγουν στον ύπνο του.
Την άλλη μέρα, τηλεφωνάει ο ασθενής εξοργισμένος:
"Γιατρέ, Με καταστρέψατε!"
"Μα Γιατί, τι έγινε;"
"Να, το βράδυ, όπως μου είπατε, κατούρησα, πριν πέσω να κοιμηθώ. Λοιπόν, έρχεται στον ύπνο μου ο Σατανάς, και με ρωτάει: Τσισάκια κάναμε; κι εγώ του απαντάω: Ναι! Κι αυτός γυρίζει και με ρωτάει: Κακάκια Όμως;;;;;"

Δηλητηρίαση

Ασθενής: Τι λέτε να έχω γιατρέ;
Γιατρός: Εκατό τοις εκατό δηλητηρίαση.
Ασθενής: Από τι γιατρέ;
Γιατρός: Η νεκροψία θα το δείξει!

Το Τζίνι

Ένας κοντούλης ναυτικός προσελήφθη σαν μούτσος σ’ ένα καράβι κι ο καπετάνιος τον κατατόπιζε.
«Εκεί κάτω στ’ αμπάρι, στην τελευταία πόρτα δεξιά, να προσέχεις όταν πας. Έχει ένα τζίνι βαρήκοο που μόνο μπελάδες φέρνει.»
Πέρασε καιρός, κάνανε ταξίδια και σε μια φάση, όπως ήταν κάτω στ’ αμπάρι, σκέφτεται ο μούτσος «Δεν πάω να δω, τι είναι αυτό το τζίνι;» Ανοίγει την τελευταία πόρτα και μπαίνει μέσα. Τσαφ!... εμφανίζεται μπροστά του το τζίνι και τον ρωτά «Τι επιθυμεί ο αφέντης;»
«Μια κάσα λίρες.»
Τσαφ!.. μια λάμψη, κι εμφανίζεται στα πόδια του μια κάσα μπύρες. Φεύγει απογοητευμένος ο μούτσος και πάει στον καπετάνιο.
«Σιγά το τζίνι!.. Του ζήτησα μια κάσα λίρες κι αυτό μου έδωσε μια κάσα μπύρες.»
«Μα δεν σου τα ‘πα; Μπελάδες μόνο φέρνει. Κι εγώ, τι νομίζεις του ζήτησα; Ενάμισι μέτρο μούτσο;»

Η μάρτυς

Ο δημόσιος κατήγορος στο δικαστήριο μιας μικρής επαρχιακής πόλης καλεί την πρώτη του μάρτυρα, μια γιαγιά γύρω στα 80 και την ρωτάει με τελείως επαγγελματικό ύφος.
-Με γνωρίζετε εμένα κυρία Αναγνώστου;-Και βέβαια σας γνωρίζω, απαντάει η ηλικιωμένη γυναίκα.
-Σας ξέρω από μικρό παιδάκι και πρέπει να ομολογήσω ότι με έχετε απογοητεύσει. Λέτε ψέματα, απατάτε συνέχεια τη γυναίκα σας, κουτσομπολεύετε τους πελάτες σας. Βεβαίως σας γνωρίζω!
Αποσβολωμένος τελείως ο δικηγόρος από την απρόσμενη απάντηση της γριάς και μη ξέροντας τι άλλο να πει, δείχνει με το δάχτυλό του στην άλλη μεριά της αίθουσας και λέει:
-Τον δικηγόρο της υπεράσπισης τον γνωρίζετε;
-Ω ναι και τον κύριο Σίνο τον γνωρίζω, απαντά πάλι η μάρτυς. Τον κρατούσα όταν ήτανε μωρό και μπορώ να πω ότι κι αυτός με έχει απογοητεύσει. Είναι μέθυσος, χαρτοπαίκτης, κακοχαρακτήρας και από τους χειρότερους δικηγόρους της πόλης μας!
Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος κτυπά το σφυράκι του στην έδρα, διακόπτει τη διαδικασία και καλεί και τους δύο δικηγόρους να πλησιάσουν την έδρα, κι όταν πλησιάζουν, σκύβει μπροστά και τους λέει με σιγανή φωνή:
-Όποιος καριόλης από τους δυο σας τη ρωτήσει αν με ξέρει, την έβαψε!

Λάκης

Βρίσκεται ο Λάκης στο σπίτι του όταν μπαίνει η γυναίκα του με μια φίλη της, που είχε να τη δει από το Λύκειο. Εκεί που τη συστήνει, αυτός τη ρωτάει.
-Από πίσω τον παίρνεις;
Και η γυναίκα του πετάγεται.
-Μα τι λες; αυτή είναι φίλη μου.
-Έλα μωρή, έτσι το λέω για να σπάσει ο πάγος...

Επιτυχία

«Λοιπόν, γιατρέ μου, πέτυχε η εγχείρησή μου;»
«Δεν είμαι γιατρός εγώ, τέκνον μου. Είμαι ο Άγιος Πέτρος...»

8.4.08

Οι τρεις επιθυμίες

Μπαίνει ένας τύπος σε ένα μπαρ και έχει στον ώμο του έναν τεράστιο γύπα !
-Μια βότκα δικιά μου, μια τεκίλα για το γύπα, ένα δικό σου και κέρασε όλο το μαγαζί! Μέσα σε λίγο τον τριγύριζαν οι ωραιότερες γκόμενες. Ο τύπος πληρώνει τα ποτά αφήνοντας γερό πουρμπουάρ και παίρνει δυο από τις ομορφότερες γκόμενες και φεύγει.
Το άλλο βράδυ πάλι το ίδιο σκηνικό. Ο τύπος με το γύπα στον ώμο κερνάει όλο το μαγαζί, του την πέφτουν οι καλύτερες γκόμενες, διαλέγει τρεις, τις παίρνει και φεύγει.
Μετά από μια βδομάδα κι αφού γινόταν κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό, ο μπάρμαν, που έχει πάρει και λίγο θάρρος από τη γνωριμία, τον ρωτάει
-Συγνώμη φίλε, αλλά με έχει φάει η περιέργεια. Κάθε βράδυ έρχεσαι ,σκορπάς τόσα χρήματα, σου την πέφτουν οι καλύτερες γκόμενες και έχεις κι αυτόν τον γύπα στον ώμο...
-Κοίτα φίλε, του λέει ο τύπος. Πριν από λίγο καιρό, που δούλευα στα καράβια, βρήκα ένα λυχνάρι. Μόλις το έτριψα βγήκε ένα τζίνι και μου είπε ότι θα μου πραγματοποιήσει τρεις επιθυμίες.
To πρώτο που του ζήτησα ήταν να μην αδειάζουν ποτέ οι τσέπες μου από λεφτά...
Το δεύτερο ήταν να μου την πέφτουν πάντα οι ωραιότερες γυναίκες...
-Kαι το τρίτο; τον ρωτάει ο μπάρμαν.
-Το τρίτο που του ζήτησα ήταν να μου δώσει ένα μεγάλο πούλι...
ΚΑΙ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΑΛΑΚΑΑΑ!..

Τι είναι;

Ο Σβαρτζενέγκερ το έχει μεγάλο
Ο Μάικλ Φοξ μικρό
Η Μαντόνα δεν έχει καθόλου
Ο Πάπας έχει, αλλά δεν το χρησιμοποιεί ποτέ
Ο Κλίντον το δικό του το χρησιμοποιεί συνέχεια.
Τι είναι;
Το επώνυμο!..

Δυστύχημα

Στο σταθμό Πρώτων βοηθειών, ο γιατρός ρωτάει τον τραυματία.
-Παντρεμένος;
-Όχι. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα!..

3.4.08

Ο καλός μαθητής

Ο μπαμπάς διαβάζει εφημερίδα αφοσιωμένος και ο γιος του τον πλησιάζει και του λέει.
-Μπαμπά! Σήμερα στο σχολείο η δασκάλα μου έδωσε συγχαρητήρια που έλυσα το πρόβλημα της αριθμητικής. Κανένα άλλο από τα παιδιά δε μπόρεσε να το λύσει.
-Καλά, καλά ... και ο μπαμπάς ενοχλημένος συνεχίζει την εφημερίδα του.
-Μπαμπά! Πήρα άριστα στην έκθεση. Η δασκάλα διάβασε την έκθεσή μου μέσα στην τάξη.
- Καλά, καλά ...
-Ξέρεις μπαμπά, και στην ζωγραφική μου είπε "μπράβο" η δασκάλα.
-Εντάξει, εντάξει παιδάκι μου.
Μετά από κάποιο δισταγμό το παιδί συνεχίζει.
-Να! μπαμπά ξέρεις!.. Σήμερα στο διάλειμμα που πήγα στην τουαλέτα να κατουρήσω, είδα πως τα άλλα παιδάκια είχαν πολύ μικρό τσουτσουνάκι, ενώ το δικό μου ήταν πολύ μεγάλο.
-Μα είκοσι δύο χρονών γάιδαρος, τι ήθελες να έχεις;

Το πρόστιμο

Μια γεροντοκόρη εξετάζεται σαν μάρτυρας.
-Πόσο ετών είστε μάρτυς;
-Χμ...
-Την αλήθεια παρακαλώ γιατί θα τιμωρηθείτε με πρόστιμο.
-Πόσο είναι κύριε πρόεδρε το πρόστιμο;

Υπεραστικό

Μια ξανθιά μακριά από τη χώρα της πάει σε ένα διεθνές τηλεφωνικό κέντρο για να επικοινωνήσει με τη μητέρα της. Ήταν μεγάλη ανάγκη. Ο υπάλληλος της είπε ότι θα κοστίσει 300 ευρώ. Αυτή τα 'παιξε!
"Δεν έχω τόσα χρήματα, αλλά είναι τέτοια η περίσταση που θα έκανα Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ για να επικοινωνήσω με τη μητέρα μου!"
"Ο,τιδήποτε;", ρώτησε ο υπάλληλος σουφρώνοντας πονηρά τα φρύδια του.
"Ακολούθησε με", είπε ο υπάλληλος, και προχώρησε στο πίσω δωμάτιο. "Έλα μέσα και κλείσε την πόρτα."
Η ξανθιά έκανε ότι της είπε. "Γονάτισε, και ξεκούμπωσε μου το παντελόνι". Η ξανθιά υπάκουσε.
"Άντε λοιπόν", της λέει, "βγάλ' τον μου έξω!!!"
Εκείνη, του τον έβγαλε έξω και τον έπιασε με τα δυο της χέρια.
Αυτός, έκλεισε τα μάτια του και ψιθύρισε "Άντε λοιπόν...τι περιμένεις;"
Εκείνη, πλησίασε το στόμα της πιο κοντά, και όπως του τον κρατούσε κοντά στα χείλια της, λέει:
"Έλα μαμά! Μ' ακούς;"

Τα βερύκοκα

Ο κυρ-Θόδωρος κατάλαβε πως κάποιος του έκλεβε τα βερίκοκα. Κάθε πρωί έβλεπε να αραιώνουν κάποια κλαδιά κι αποφάσισε να στήσει καρτέρι, για να πιάσει τον κλέφτη.
Πράγματι, παραφύλαξε το βράδυ κρυμμένος στο σκοτάδι, κι όταν πήγε δώ-δεκα κι ησύχασε η γειτονιά τριγύρω, άκουσε ελαφριά βήματα και είδε μια σκιά να πηδά τη μάντρα. Την ώρα που πλησίαζε στη βερικοκιά, όρμησε κα-τά πάνω του να τον πιάσει. Ο κλέφτης όμως ήταν πολύ σβέλτος και το ‘βαλε στα πόδια, αλλά την ώρα που πήδηξε επάνω στη μάντρα για να φύγει, ο κυρ-Θόδωρος κατάφερε και του ‘πιασε τ’ αρχίδια και τον κρατούσε εκεί επάνω αιχμάλωτο.
«Λέγε ρε, άτιμε, ποιος είσαι;»
Τσιμουδιά ο κλέφτης. Μόνο κάτι πνιχτά μουγκρητά πόνου.
«Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου πεις.»
Τίποτε ο κλέφτης. Τα βογκητά δυνάμωναν, αλλά απάντηση καμιά. Ο κυρ-Θόδωρος τράβηξε με μεγαλύτερη δύναμη.
«Λέγε ρε ζαγάρι, πες μου, γιατί θα σου τα ξεριζώσω… ποιος είσαι;»
Και τότε ακούστηκε μια πνιχτή φωνή.
«Ο μμμμουγκός…»