31.1.08

Το κοτόπουλο με τα τρία πόδια

Ένας τύπος είχε βγει με την πόρσε του στην εθνική κι εκεί που έτρεχε με 150, τον προσπερνάει ένα πράμα, κάτι σαν κοτόπουλο, που έτρεχε παράλληλα στα χωράφια. Ανεβάζει ταχύτητα στα 200, το φτάνει και το προσπερνάει, αλλά σε λίγο το περίεργο πλάσμα κάνει ένα σπιντάρισμα τον προσπερνάει, κι ύστερα στρίβει προς τα χωράφια και χάνεται. Τρελάθηκε ο τύπος. Βγαίνει στον χωραφόδρομο, προς την κατεύθυνση που τράβηξε το πουλί και μετά από λίγο φτάνει σε μια φάρμα και βλέπει έναν αγρότη με μια τσουγκράνα.
-Με συγχωρείς, φίλε. Θα σου φανεί περίεργο… αλλά να, εκεί στην εθνική που έτρεχα, είδα ένα περίεργο πλάσμα, μου φάνηκε σαν κοτόπουλο, που έτρεχε πολύ γρήγορα, και ήρθε προς τα εδώ…
-Ναι, πράγματι είναι κοτόπουλο… Ξέρετε είμαστε τρία αδέλφια που έχουμε αυτή τη φάρμα, κι επειδή αρέσει και στους τρεις μας το μπούτι από το κοτόπουλο, δημιουργήσαμε αυτή τη διασταύρωση, το κοτόπουλο με τα τρία πόδια, ώστε να μη μαλώνουμε στο τραπέζι…
-Και είναι νόστιμα;
-Μήπως πιάσαμε και κανένα;

Πικ-νικ

Τρεις χελώνες, μπαμπάς, μαμά και χελωνάκι, πάνε πικ νικ. Σε καμιά ώρα φτάνουν σ' ένα μέρος που τους αρέσει. Ανοίγουν τα φαγιά τους και αλλοίμονο!.. ανακαλύπτουν πως τους λείπουν τα μαρουλόφυλλα. Αδύνατο να φάνε χωρίς αυτά. Ο μπαμπάς και η μαμά προσπαθούν να πείσουν τον πιτσιρικά να γυρίσει πίσω να τα φέρει.
-Πήγαινε παιδάκι μου. Εμείς είμαστε γέροι, ενώ εσύ θα πας και θα 'ρθεις γρηγορότερα.
-Δεν πάω, λέει κακισμένο, θα μου φάτε το φαγητό.
-Τι λες παιδάκι μου; Εμείς θα φάμε το φαγητό σου; Παλάβωσες;
-Θα μου το φάτε. Δεν πάω.
Με τα πολλά, όμως, πείσανε τον πιτσιρικά να πάει. "Τώρα θα 'ρθει, ύστερα θα 'ρθει, μα πουθενά ο μικρός. Περνούν δυο, τρεις... πέντε ώρες, μα τίποτε Ανησυχία οι γονείς, θρήνος η μάνα του.
Κάποια στιγμή, αποφασίζουν πως δεν πρόκειται να έρθει ο μικρός και να σταματήσουν να τον περιμένουν.
-Γυναίκα, βάλε να φάμε, φαίνεται πως ο μικρός δεν πρόκειται να' ρθει.
Με δάκρυα στα μάτια, η χελώνα ανοίγει το καρό τραπεζομαντιλάκι και στρώνει να φάνε.
Οπότε ξαφνικά, πίσω από ένα κοντινό δέντρο, πετάγεται το χελωνάκι φωνάζοντας:
-Ε, τώρα είναι που δεν πάω πουθενά!

Ρόλος

Ο γιος επιστρέφει απ' το σχολείο και ανακοινώνει στους γονείς του χαρούμενος, πως του έδωσαν ρόλο στο θεατρικό έργο, που θα ανεβάσει η τάξη του.
«Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου;», ρωτάει η μαμά.
«Παίζω έναν τύπο, ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος.»
«Μπράβο γιε μου", σχολιάζει ο πατέρας. «Να δεις, που αν είσαι καλός ηθοποιός, σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο!»

Ο φελλός

Πέφτει ένα αεροπλάνο στη ζούγκλα της Νότιας Αφρικής και σώζονται ένας Αμερικάνος ένας Γερμανός κι ένας Έλληνας, αλλά αιχμαλωτίζονται από μια άγρια φυλή. Σύμφωνα με τα έθιμά τους, όποιος κατάφερνε να φάει περισσότερο από τους άλλους θα γλύτωνε τη "θυσία" και θα τον άφηναν ελεύθερο.
Σ' ένα ξέφωτο έστησαν ένα μεγάλο πάγκο και οι τρεις διαγωνιζόμενοι, έχοντας μπροστά του ο καθένας μια τεράστια ποσότητα από το εθνικό του φαΐ, αρχίσανε να τρώνε.
Ο Αμερικάνος την έπεσε στα χάρμπουγκερ και τα στέικ και τους έδωσε να καταλάβουν. Ο Γερμανός έτρωγε τα λουκάνικα σαν στραγάλια κι έπινε τις μπύρες σαν νερό. Ο Έλληνας απελπισμένος έτρωγε τη φασολάδα του κι έριχνε κλεφτές ματιές στους αντιπάλους του, που ήταν κι οι δυο γομάρια με κάτι κοιλιές που χωρούσαν και τον ίδιο μέσα. Έτσι μικροκαμωμένος που ήταν δεν είχε καμιά ελπίδα, εκτός...
Σε μια στιγμή που δεν τον έβλεπε κανείς, πιάνει έναν φελλό μπουκαλιού και ταπώνει τον κώλο του।
Σε κάποια στιγμή, ο Αμερικάνος, ενώ είχε φάει τα τρία τέταρτα από την ολική ποσότητα, δεν άντεξε και σταμάτησε. Μετά από λίγο κι ο Γερμανός κλάταρε, ενώ του έμεναν μόνο καμιά πενηνταριά λουκάνικα Φραγκφούρτης. Τους πήραν και τους δυο με το φορείο, ενώ ο Έλληνας συνέχισε να τρώει, μέχρι που άδειασε όλο το καζάνι με τη φασολάδα.
Οι άγριοι εκτός από την ελευθερία, του έδωσαν και δώρα και τον άφησαν να φύγει. Δεν πρόλαβε όμως να απομακρυνθεί πολύ...
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν. "Σκατοπλημμύρα στη Νότιο Αφρική, και φελλός άγνωστης προέλευσης σκότωσε ελέφαντα!...."

Ο κατάλογος

Καθώς πλησιάζει το γκαρσόν για να πάρει παραγγελία, ξύνεται από πίσω κι ο πελάτης τον παρακολουθεί. Φθάνει στο τραπέζι ανακουφισμένος και με το μπλοκάκι στο χέρι έτοιμος να σημειώσει. Ο πελάτης τον ρωτάει.
-Μήπως έχετε αιμορροΐδες;
και το γκαρσόν
-Ότι έχει ο κατάλογος κύριε !

Πρώτη επαφή

Ο γιος χαρούμενος τρέχει στον μπαμπά του.
-Μπαμπά, επιτέλους γνώρισα τον έρωτα για πρώτη φορά!..
-Ουάου!.. Για κάτσε να μου τα πεις.
-Δεν μπορώ, με πονάει ο κώλος μου.

Και τη γριά

Πέφτει ένα αεροπλάνο στη ζούγκλα και παίρνει παραμάζωμα τις καλύβες μιας φυλής. Σχεδόν διέλυσε όλο το χωριό. Ο φύλαρχος τα ‘χε πάρει, κι όλη την ώρα έβριζε. Όταν του έφεραν τους διασωθέντες, άρπαξε πέντε απ’ αυτούς και τους πέταξε κατευθείαν στο καζάνι, ύστερα έδωσε εντολή στον υπασπιστή του, να πετάξουν τους άλλους στα λιοντάρια.
Πέταξαν πρώτα τους άνδρες, τους κατασπάραξαν τα λιοντάρια και χόρτασαν. Έμειναν δεκαριά νεαρές γυναίκες και μια γριά. Ο υπασπιστής πάει στο φύλαρχο και τον ρωτά τι να τις κάνει.
«Να τις κάνετε στόχους, για να εκπαιδεύονται οι πολεμιστές μας στην τοξοβολία.»
«Και τη γριά;»
«Ναι, ρε μαλάκα!.. Και τη γριάααα!.. Μάννα σου είναι;»
Έκαναν την εξάσκησή τους οι τοξότες κι ευτυχώς οι μισές γλίτωσαν από τα βέλη και ανάμεσά τους και η γριά. Ο υπασπιστής τις πάει στον φύλαρχο και τον ρωτά.
«Η άσκηση τελείωσε. Αυτές εδώ περίσσεψαν. Τι να τις κάνω;
«Χμμ!.. Αυτές πήγαινέ τες στους νεαρούς, να έχουν να πηδάνε, τώρα που είναι στις μεγάλες τους ορμές!..»
«Και τη γριά;»
Πριν απαντήσει ο φύλαρχος, πετάγεται νευριασμένη η γριά.
«Ναι, ρε μαλάκα. Και τη γριά!.. Τι, μάννα σου είμαι;»

Αλογόμυγα

Κάθετε μια αλογόμυγα στην πλάτη ενός λυκόσκυλου.
-Τι είσαι εσύ; Ρωτάει η αλογόμυγα.
-Λυκόσκυλο! Απαντάει εκείνος. Η μητέρα μου ήταν λύκαινα και ο πατέρας μου σκύλος. Εσύ τι είσαι;
-Εγώ είμαι αλογόμυγα.
-Α, καλά!.. Εσένα οι δικοί σου το παρακάνανε....

Στην αγκαλιά του Μορφέα

Επισκέπτεται κάποιος πιστός τη μητρόπολη και ζητά τον μητροπολίτη.
-Πού είναι ο σεβασμιότατος; Ρωτάει στην είσοδο του γραφείου.
-Κοιμάται, απαντάει ο γραμματέας.
-Αααα, βρίσκεται στην αγκαλιά του Μορφέα.
-Δεν ξέρω πώς το λένε το παιδί, ναύτης είναι…

30.1.08

Πουλί-Καράτε

Μια γυναίκα, που φοβόταν τα βράδια γιατί ο άντρας της αργούσε να γυρίσει σπίτι, πήγε σ' ένα pet-shop ν' αγοράσει ένα σκυλάκι για να 'χει συντροφιά και προστασία. Ο μαγαζάτορας αφού της έκανε κάποιες ερωτήσεις, πρότεινε.
-Κυρία μου, για την περίπτωσή σας, μια που μένετε σε διαμέρισμα, έχω ότι καλύτερο θα μπορούσατε να φανταστείτε. Αυτό το πουλί!.. Προσέξτε, δεν είναι απλά ένα πουλί, αλλά Πουλί-Καράτε. Μόλις πείτε "Πουλί-Καράτε" και μια λέξη, για παράδειγμα, "Ποτήρι", θα σας το διαλύσει. Για δείτε τώρα.
Ο μαγαζάτορας λέει "Πουλί-Καράτε-Ποτήρι" κι αμέσως το πουλί την έπεσε στο ποτήρι και το 'κανε σκόνη. Πριν συνέλθει η κυρία, ο τύπος λέει "Πουλί-Καράτε-Καρέκλα" και το πουλί σαν σφαίρα την έπεσε στην καρέκλα που ήταν μπροστά τους και την έκανε, μέσα σ' ένα λεπτό, οδοντογλυφίδες!..
Ευχαριστημένη λοιπόν το αγοράζει πάει σπίτι της και το κρεμάει στον τοίχο. Όταν έρχεται ο άντρας το βλέπει και της λέει:
- "Μωρή μαλακισμένη τι βλακεία είναι αυτή που μου κουβάλησες σπίτι;"
- "Αυτό είναι ένα Πουλί-Καράτε."
- "Τι Πουλί-Καράτε-Αρχίδιαααααααα!......"

Ο χρυσοθήρας

Ο Τζο ο χρυσοθήρας μάζευε σπυρί-σπυρί το χρυσάφι, ολομόναχος κι απομονωμένος ψηλά στο βουνό. Πολλές φορές έλεγε να τα παρατήσει και να φύγει, αλλά μια φωνή, η φωνή της ελπίδας, του έλεγε: «Μη τα παρατάς Τζο. Αύριο θα βρεις τη μεγάλη φλέβα με το χρυσάφι και θα γίνεις πάμπλουτος!..»
Μεγάλη φλέβα δεν έβρισκε, αλλά όλο και κάτι εύρισκε, που αν δεν είχε τα τεράστια έξοδα εργαλείων και επιβίωσης σ’ εκείνη την περιοχή, θα μπορούσε να μαζέψει πολύ πράμα.
Μια μέρα, μάζεψε τα υπάρχοντά του και τα πέντε σακούλια με χρυσάφι που κατάφερε τελικά να περισώσει, και κατέβηκε στην πόλη. Θα ξεκουραζόταν για λίγο κι ύστερα θα τραβούσε για την πατρίδα του για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Άραξε σ’ ένα σαλούν κι είχε πιει μερικά ουίσκι, όταν το μάτι του έπεσε στο τραπέζι της ρουλέτας. Πλησίασε και καθώς έτρεχε η μπίλια σαν τρελή επάνω στα νούμερα, ο Τζο άκουσε τη φωνή της ελπίδας να του φωνάζει: «Τι περιμένεις Τζο!.. Πόνταρε στο δεκατρία!..»
Βγάζει μια χούφτα δολάρια και τα ακουμπάει στο δεκατρία. Η φωνή του ξαναφωνάζει : «Τι κάνεις Τζο; Τόσα λίγα; Τώρα είναι η ευκαιρία σου, να πάρεις αυτά που δικαιούσαι!..»
Αδειάζει ότι δολάρια είχε επάνω στο δεκατρία, αλλά η φωνή δεν τον άφηνε. «Χρυσάφι, Τζο. Πόνταρε χρυσάφι για να πάρεις χρυσάφι!..»
Η μπίλια χοροπήδαγε ξέφρενα, κι ο Τζο πιάνει ένα από τα σακούλια με το χρυσάφι του και το βάζει επάνω στο δεκατρία. «Τζο μη τσιγκουνεύεσαι!.. Η τύχη σου είναι στο δεκατρία!..» Και δεύτερο, κι ύστερα τρίτο σακούλι στο δεκατρία, ο Τζο, μα η φωνή αγρίεψε. «Τι κάνεις Τζο; Τσιγκουνεύεσαι τώρα που είναι η μεγάλη σου στιγμή; Όλα στο δεκατρία, μην αργείς!..»
Η μπίλια κουρασμένη, ήταν έτοιμη να φωλιάσει σ’ ένα νούμερο και λίγο πριν ο κρουπιέρης σταματήσει το ποντάρισμα, ο Τζο ακούμπησε και τα άλλα δυο σακούλια χρυσάφι στο δεκατρία.
«Τέσσερα κόκκινο!..» φώναξε ο κρουπιέρης κι η φωνή της ελπίδας, λυπημένα: «Χάσαμε Τζο!..»

Εξακόσια

Ο γιος του πλούσιου επιχειρηματία θηλυπρεπίζει κι ο πατέρας του τον πάει στον ειδικό ψυχολόγο για να τον εξετάσει.
Ο γιατρός του βάζει δάχτυλο στ' αυτί και του λέει:
- Για πες, παιδί μου, εξακόσια.
Ο νεαρός λέει εξακόσια, με αδελφίστικη προφορά.
Ο γιατρός του βάζει το δάχτυλο στη μύτη και του ξαναλέει να πει, εξακόσια. Πάλι ο νεαρός, με αδελφίστικη προφορά, λέει το εξακόσια, οπότε ο γιατρός, του βάζει το δάχτυλο στον κώλο και του λέει πάλι να πει εξακόσια, κι ο νεαρός...
- Ένα, δύο, τρία, τέσσερα.....

Νηστεία

Δυο φιλενάδες τραβεστί αποφασίζουν να κάνουν νηστεία τη Σαρακοστή.
«Θα κάνει καλό και στη σιλουέτα μας», λέει η μία.
«Θα μας κάψει ο Θεός, μωρή. Μόνο αυτό σ’ ενδιαφέρει; Να κάνουμε νηστεία και από το σεξ», λέει η άλλη και τελικά συμφωνούν.
Σε μία εβδομάδα συναντιούνται, αλλά η δεύτερη είναι αγκαζέ με δύο ναύτες.
«Καλά μωρή, δεν είπαμε να κάνουμε νηστεία από το σεξ;» αγανακτεί η πρώτη.
«Μα αυτά είναι θαλασσινά, Δεν πιάνονται!..»

Ο κόκορας κι ο λαγός

Ο κόκορας και ο λαγός, οι δυο μεγαλύτεροι γαμιάδες στο ζωικό βασίλειο είχανε κουβέντα και κόντρα, για το ποιος είναι ο καλύτερος.
«Θα σε παραδεχτώ, αν καταφέρεις και πηδήξεις την ελεφαντίνα», λέει ο λαγός στον κόκορα.
Πηδάει λοιπόν, ο κόκορας στη ράχη της ελεφαντίνας, με ακροβατική ισορροπία κρεμιέται από την ουρά της και καταφέρνει να πάρει την κατάλληλη θέση. Κι εκεί που είναι έτοιμος να κάνει τη δουλειά, κλάνει η ελεφαντίνα και δε μένει πούπουλο επάνω στον κόκορα. Βάζει τα γέλια ο λαγός και ο κόκορας τσαντίζεται.
«Καλά ρε μαλάκα, τι γελάς; Εσύ δεν ξεντύνεσαι όταν είναι να γαμήσεις;»

Στη λεγεώνα των ξένων

Κατατάχτηκε κάποιος καινούργιος στη λεγεώνα των ξένων, Σωματαράς με κοντοκουρεμένο μαλλί. Στη γραμματεία υπήρχε συνωστισμός, περίμενε αρκετά στην ουρά και τελικά τον γράψανε στα κατάστιχα. Του δώσανε διάφορα προσωπικά είδη και του 'καναν μια πρώτη κατατόπιση σχετικά με το στρατόπεδο, τις υποχρεώσεις του και τις αμοιβές στην τριετή θητεία του.
"Από γυναίκες τι κάνουμε;", πρόλαβε και ρώτησε ο νέος λεγεωνάριος, βγαίνοντας από το γραφείο.
"Να εκεί πέρα είναι ο στάβλος με τις καμήλες." του είπε ο γραφιάς, αρχίζοντας την εγγραφή του επόμενου λεγεωνάριου.
….Πέρασαν τα τρία χρόνια, μπαρουτοκαπνίστηκε ο λεγεωνάριός μας, γλίτωσε καμιά δεκαριά φορές από βέβαιο θάνατο, κι άλλες τόσες τραυματίστηκε, και τελικά έφτασε η μέρα να παραδώσει τα προσωπικά είδη στη γραμματεία και να πάρει το πολυπόθητο εφάπαξ, για να γυρίσει στην πατρίδα του.
"Τι έγινε φεύγουμε; Πώς τα πέρασες; Έμεινες ευχαριστημένος; Άξιζε τον κόπο;" Τον βομβάρδιζε με ερωτήσεις ο γραμματέας καθώς του ετοίμαζε το απολυτήριο και του μετρούσε τα λεφτά της αμοιβής του.
"Από γυναίκες πώς την έβγαλες;" ρώτησε στο τέλος ο γραμματέας.
"Μα πήγαινα στις καμήλες, όπως μου είχες πει."
"Καλά, μαλάκας είσαι; Πηδούσες τις καμήλες; Εγώ σου είπα να τις χρησιμοποιείς για να πηγαίνεις στο χωριό, που έχει γυναίκες!..."

Βαρυκοΐα

-Γιατρέ μου, πιστεύω πως η γυναίκα μου έχει κουφαθεί!
-Κοίτα, αν δεν θέλει να έρθει εδώ για να την εξετάσω, μπορείς να κάνεις ένα απλό τεστ για να σιγουρευτούμε. Θα σταθείς πίσω της και αρκετά μακριά και θα τη ρωτήσεις κάτι. Αν δεν απαντήσει, θα πλησιάσεις ένα βήμα και θα ξαναρωτήσεις. Θα συνεχίσεις έτσι μέχρι που να σ' ακούσει και μετά θα έρθεις να μου πεις την απόσταση.
Ο κύριος επιστρέφει σπίτι, μπαίνει μέσα και βλέπει τη γυναίκα του να μαγειρεύει στην κουζίνα.
-Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό; Δεν ακούει τίποτε οπότε πλησιάζει και ξαναρωτάει. Τίποτε. Συνεχίζει να πλησιάζει και να ρωτάει ώσπου φτάνει ένα βήμα πίσω της.
-Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό;
Και η γυναίκα του απαντάει:
-Για ενδέκατη φορά σου λέω: Γιουβαρλάκια!

Από πού

Στον προθάλαμο νευρολογικής κλινικής, ένας τύπος έπαιζε με μια τρίχα. Ο διπλανός του τον ρωτάει.
-Από τα νεύρα σου;
-Όχι απ' τα' αρχίδια μου.

Πίττα

Μεθυσμένος σε σουβλατζίδικο...
- Ένα γύρο απ' όλα.
- Πίττα;
- Άσε, λιώμα!..

Κρουαζιερόπλοιο

Ο καπετάνιος του κρουαζιερόπλοιου στους επιβάτες και στο πλήρωμα:
- Αγαπητοί μου, έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Ποιο θέλετε να ακούσετε πρώτα?
- Το καλό.
- Πάμε για 14 βραβεία Όσκαρ.

29.1.08

Ο νέος Δάσκαλος

Την ημέρα που είχε έρθει ο Σύμβουλος στο σχολείο και η Διευθύντρια αγχωμένη προσπαθούσε να φαίνονται όλα άψογα, εμφανίζεται ένας κύριος, που της συστήνεται.
-Γεια σας, είμαι ο κ. Πρέος, ο νέος Δάσκαλος, που περιμένατε.
Η διευθύντρια σαστίζει με το επίθετο και σκέφτεται πως θα πρέπει να προσέξει, όταν θα τον παρουσιάσει στους μαθητές της τάξης του.
Στην αίθουσα οι μαθητές υποδέχονται την Διευθύντρια με τον Σύμβουλο και το νέο Δάσκαλο, τον οποίο η Διευθύντρια παρουσιάζει.
-Παιδιά, από δω, ο νέος σας δάσκαλος, ο κ. Προύτσος!..

Ο μελετηρός

Ο πατέρας του φοιτητή κατέβηκε για δουλειές στην πόλη όπου σπούδαζε ο γιος του και αποφασίζει να του κάνει μια επίσκεψη, για να δει πώς τα περνάει, μια που την τελευταία φορά που τον είδε, είχε ρέψει από το πολύ …διάβασμα.
Όταν έφτασε όμως στο σπίτι που έμενε ο γιος του, μαζί με άλλους φοιτητές, ήταν αργά το βράδυ.
Χτυπάει, ξαναχτυπάει, μα τίποτα. Με τα πολλά, μια φωνή ακούγεται από ένα παράθυρο του επάνω ορόφου.
- Ποιος είσαι και τι θες;
- Εδώ μένει ο Νίκος Μακρής; ρωτάει ο πατέρας.
- Ναι. Ας τον μπροστά στην πόρτα και θα τον μαζέψουμε το πρωί.

24.1.08

Ο Μαλάκας

Έναν τον λέγανε Κώστα Μαλάκα, κι ήταν πολύ στεναχωρημένος.
"Παντού με ειρωνεύονται, δεν ξέρω τι να κάνω." Έλεγε απελπισμένος στον φίλο του, ο οποίος αφού το σκέφτηκε λίγο το πράμα, κατέβασε μια ιδέα.
"Είναι απλό, ρε συ Κώστα. Θα πας στο Ληξιαρχείο και θα αλλάξεις το όνομά σου!.."
Γεμάτος χαρά, ο Κώστας έφυγε για το Ληξιαρχείο.
Μετά από λίγες μέρες ξανασυναντήθηκαν οι δυο φίλοι, και με αγωνία ρωτάει τον Κώστα ο φίλος του.
"Τι έγινε; εντάξει; Άλλαξες το όνομά σου;"
"Ναι, βέβαια!"
"Και πώς το έκανες;"
"Γιάννης Μαλάκας!"

Ο επιζών

Μετά από ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, ο μοναδικός επιζών ροκανίζει ένα κοκαλάκι και το πετάει στον σωρό από κόκαλα που έχει φτιάξει δίπλα του.
Ξαφνικά, διακρίνει μια ομάδα διάσωσης να πλησιάζει και ξεσπά σε λυγμούς ανακούφισης "Επιτέλους ήρθατε, ήρθατε! Σώθηκα! Σώθηκα!"
Η ομάδα διάσωσης μένει εμβρόντητη από τη φρικιαστική θέα των ανθρώπινων κοκάλων δίπλα από τον επιζώντα και στέκεται παγωμένη να τον κοιτάζει. Όπως ήταν προφανές, είχε κατασπαράξει όλους τους νεκρούς συνεπιβάτες του.
Ο επιζών, διακρίνει τον φόβο στα μάτια τους και σκύβοντας το κεφάλι από ντροπή, απολογείται "Δεν φταίω. Έπρεπε να επιζήσω. Είναι αμαρτία να θέλει κανείς να ζήσει;"
Τότε, ο αρχηγός της ομάδας πλησιάζει και λέει "Κανείς δεν σε κατηγορεί που θες να ζήσεις ρε φίλε αλλά... για όνομα του Χριστού και της Παναγίας... πριν μια βδομάδα έπεσε το αεροπλάνο!!"

Το βιαστικό μυρμήγκι

Το Λιοντάρι βλέπει ένα μυρμήγκι να τρέχει, και το ρωτάει
"Που πας έτσι βιαστικό ;" Και απαντάει το μυρμήγκι.
"Άσε, άσε τρακάρανε δύο ελέφαντες και πάω να δώσω αίμα !..."

Πινέζες

Πάει ένας τύπος σ’ ένα περίπτερο και λέει στον περιπτερά. «Έχετε πινέζες;»
«Βεβαίως. Πόσα κουτιά θέλετε;», του απαντά αυτός. «Εσύ, πόσα έχεις;». Παραξενεύεται ο περιπτεράς, μα ψάχνει στα κουτιά του και τα μετρά. «Θα είναι καμιά εικοσπενταριά.». «Λίγα είναι… μήπως ξέρετε που μπορώ να βρω περισσότερα;» «Τι να σου πω. Θα πρέπει να πάτε σε κανένα μεγάλο σούπερ μάρκετ.»
Τον ευχαριστεί ο τύπος και φεύγει. Βρίσκει ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ, κι αφού πάει στον ανάλογο πάγκο με τις πινέζες και τις βρίσκει λίγες, συζητά με τον υπεύθυνο του τμήματος, ο οποίος του προτείνει να πάει στο εργοστάσιο, για να βρει μεγαλύτερες ποσότητες.
«Το μεγαλύτερο εργοστάσιο βρίσκεται στο εξηκοστό έβδομο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού.»
Τον ευχαριστεί ο τύπος και παίρνει το αμάξι του και πάει στο εργοστάσιο, όπου τον υποδέχεται ο υπεύθυνος πωλήσεων.
«Παρακαλώ, τι θέλετε;»
«Έχετε πολλές πινέζες;»
«Όσες θέλετε… αλλά για τι ποσότητα μιλάμε;»
«Βρε, πόσες διαθέτετε εσείς;»
«Ελάτε μαζί μου στην αποθήκη, για να μάθουμε.»
Ο υπάλληλος τον πηγαίνει σε μια αποθήκη που είχε ένα χιλιόμετρο μήκος κι άλλο τόσο φάρδος, και τα ράφια δεξιά κι αριστερά φουλ κιβώτια, γεμάτα με πινέζες.
«Ορίστε, εδώ είμαστε, λοιπόν;»
Ο τύπος αφού κοίταξε αχόρταγα για κάμποση ώρα τα ράφια, μίλησε…
«Πω… πω!... πινέζες!........»

Ο κουφός

Πέφτει ένα αεροπλάνο στη ζούγκλα και τελικά σώζεται μόνο ένας βιολιστής με το βιολί του. Όπως πήρε το δρόμο για να βρει κάποια άκρη και να φτάσει στον πολιτισμό, πέφτει σε μια αγέλη λιονταριών. Τον περικύκλωσαν τα θηρία έτοιμα να τον κατασπαράξουν, κι αυτός σαν τελευταία επιθυμία, πήρε το βιολί του κι άρχισε να παίζει. Τα λιοντάρια κοκάλωσαν. Έκαναν ένα κύκλο γύρω του και τον άκουγαν μαγεμένα. Εκείνη την ώρα έρχεται ένα καινούργιο λιοντάρι ορμάει μέσα στον κύκλο και κατασπαράζει τον βιολιστή. Βαριεστημένα σηκώνεται ένα γέρικο λιοντάρι.
«Ρε, τον μαλάκα τον κουφό, πάλι μας την έσπασε…»

Ταλέντο

Για να βγάλει την υποχρέωση σε μια γνωστή του, ο μαέστρος μιας συμφωνικής ορχήστρας αναγκάστηκε να πάρει στην ορχήστρα τον ανιψιό της, που αν κι είχε τελειώσει το ωδείο, ήταν μεγάλος στούρνος. Αφού τον είδε ο μαέστρος, είπε.
«Μόνο που πρέπει να τον στείλετε για επιπλέον σπουδές στην Αυστρία για ένα χρόνο.»
Λεφτά είχαν, τον έστειλαν ένα χρόνο στη Βιέννη. Γύρισε ο στούρνος, ακόμη πιο άσχετος.
«Θα πρέπει να τον στείλετε και στο κονσερβατουάρ των Παρισίων, να πάρει για κανένα χρόνο κι από εκεί μια μόρφωση.»
Κι από εκεί δεν έγινε τίποτε και τον έστειλε την άλλη χρονιά στη Γερμανία. Αφού δεν γινόταν τίποτε και δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, αναγκάστηκε να τον βάλει στην ορχήστρα. Του έδωσε να παίζει πιατίνια.
«Κοίτα», του λέει. «Όλο κι όλο, θα παίξεις μια νότα. Δηλαδή θα χτυπήσεις μια φορά μόνο τα πιατίνια, στο τέλος του έργου. Εκεί στο τελικό σημείο, θα τείνω το χέρι μου προς το μέρος σου κι εσύ αμέσως θα χτυπήσεις τα πιατίνια. Αυτό μόνο θέλω από σένα. Κατάλαβες; Τείνω το χέρι μου προς το μέρος σου, χτυπάς τα πιατίνια. Εντάξει;»
Έφτασε η μέρα της επίσημης παράστασης, κι συναυλία γίνεται σε μια αίθουσα κατάμεστη από κόσμο. Όλα πάνε καλά, η εκτέλεση του έργου αφήνει άφωνο το κοινό.
Όταν πλησιάζει προς το τέλος του έργου, κι αρχίζουν να ρολάρουν τα τυμπάνια και να φορτσάρουν όλα τα όργανα για το φινάλε, στο καίριο σημείο ο μαέστρος τείνει το χέρι του προς τον στούρνο για το τελικό χτύπημα, κι αυτός τον βλέπει και ρωτάει.
«Εδώ, εδώ;»

Πιανίστας-Συνθέτης

Σ’ ένα μπαρ ζητούσαν πιανίστα κι εμφανίστηκε ένας τύπος, που έπαιξε ένα δικό του κομμάτι σε στυλ μπλουζ.
«Πολύ ωραίο. Πως λέγεται το τραγούδι σου;», ρώτησε, ο ιδιοκτήτης.
«Του μουνιού σου το γλωσσίδι μου ‘ριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.»
«Εμμ!.. Χμ... Για παίξε μου άλλο ένα, πιο χαρούμενο.»
Ο τύπος πλακώθηκε και του ‘παιξε ένα σε στυλ ροκ εν ρολ.
«Εκπληκτικό!.. Μπράβο, ρε φίλε. Γράφεις και παίζεις πολύ ωραία μουσική. Πώς λέγεται αυτό το τραγούδι;»
«Σε γαμώ και κλάνεις, και παιδιά δεν κάνεις.»
«Κοίτα φίλε. Είσαι καλός και σε προσλαμβάνω. Μόνο δεν θέλω να λες τους τίτλους των τραγουδιών.»
Η συμφωνία έκλεισε και το βράδυ ο συνθέτης ξετρέλανε τον κόσμο. Κάποια στιγμή στο διάλειμμα πήγε στην τουαλέτα. Βγαίνοντας, πέφτει επάνω στον μπάρμαν που του λέει.
«Φίλε, είσαι σπουδαίος. Μα για κοίτα… το φερμουάρ σου είναι ανοιχτό και φαίνονται τ’ αρχίδια σου, το ξέρεις;»
«Και βέβαια... Αφού εγώ το έγραψα!..»

Μυστικό Δείπνο

Ήταν ένας παπάς σ' ένα χωρίο, στην Κρήτη, που δεν τα πήγαινε καλά με τους Κρητικούς. Κάθε φορά που έλεγε το ευαγγέλιο, όλο και κάτι προσβλητικό έβρισκε να χώσει μέσα στα λεγόμενά του. Για παράδειγμα, όταν έλεγε για την Μαρία την Μαγδαληνή, ότι ήταν πόρνη, συμπλήρωνε, πως ο παππούς της καταγόταν από την Κρήτη, ή για τον Βαραβά, πως το κανονικό του όνομα ήταν Βαραβάκης.
Οι χωρικοί είχαν αγανακτήσει με την συμπεριφορά αυτή του παπά και μια και δυο πηγαίνουν στον Μητροπολίτη και κάνουν παράπονα. Αυτός με τη σειρά του καλεί τον παπά και του κάνει συστάσεις. Οπότε στην επόμενη λειτουργία που το ευαγγέλιο μιλούσε για το Μυστικό Δείπνο, ο παπάς άρχισε να εξηγεί στους πιστούς :
-Ο Χριστός τότε είπε στον Ιωάννη. "Με πρόδωσες εσύ Ιωάννη;", "Τι λες Χριστέ μου! Εϊναι ποτέ δυνατόν να σε πρόδωσα εγώ που σ' αγαπώ τόσο πολύ;". Ο Χριστός απευθύνθηκε στον Πέτρο. "Εσύ Πέτρο; Μήπως είσαι αυτός που με πρόδωσε;". "Θα προτιμούσα να πέσω στη φωτιά, παρά να κάνω κάτι τέτοιο Χριστέ μου!..". Και τότε ο Χριστός γύρισε στον Ιούδα και τον ρώτησε. "Ιούδα. Μήπως με πρόδωσες εσύ;". "Ίντα λες μωρέ Χριστέ μου;"

Η συνταγή

Μια γυναίκα πηγαίνει στο φαρμακείο και ζητάει από τον φαρμακοποιό να αγοράσει δηλητήριο.
"Κυρία, τι το θέλετε το αρσενικό;" ρώτησε ο φαρμακοποιός.
"Να σκοτώσω τον άνδρα μου."
"Δεν μπορώ να σας πουλήσω δηλητήριο για να σκοτώσετε έναν άνθρωπο", απαντά έκπληκτος ο φαρμακοποιός.
Τότε η κυρία βγάζει από την τσάντα της μια φωτογραφία όπου ο άνδρας της βρισκόταν σε μια στάση κάμα-σούτρα με την γυναίκα του φαρμακοποιού.
Αυτός παίρνει την φωτογραφία στα χέρια του, την κοιτά και απαντά...
"Δεν είχα καταλάβει ότι έχετε και συνταγή!.."

Τα κακά νέα

Πάει ο ασθενής στο γιατρό, για τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις που είχε κάνει.
"Λοιπόν, έχουμε καλά και κακά νέα. Με τι θέλεις να ξεκινήσουμε;"
"Ας ακούσουμε πρώτα τα καλά."
"Η ασθένειά σου, που νομίζαμε πως είναι ανίατη και θανατηφόρα, θεραπεύεται με ένα νέο φάρμακο. Όταν το πάρεις μέσα στην πρώτη βδομάδα από την οξεία εκδήλωση του συμπτώματος, όπως εσύ, γλιτώνεις από το μοιραίο.
"Και τα κακά νέα; "
"Σε ψάχνω εδώ και μια βδομάδα…"

Τα καλά νέα

Πάει ο ασθενής στο γιατρό, για να μάθει τα τελικά αποτελέσματα από τις εξετάσεις που είχε κάνει.
"Λοιπόν φίλε... Έχουμε καλά και κακά νέα. Με τι θέλεις να ξεκινήσουμε;"
"Ρίξε πρώτα τα κακά."
"Η ασθένειά σου είναι ανίατη και σου μένει δυστυχώς πολύ λίγος καιρός."
"Και τα καλά;"
"Εχτές πήδηξα μια γκομενάρα, άλλο πράμα!.."

18.1.08

Δεσποτικιά

Περίοδος πολέμου. Ο Δεσπότης έχει στριμώξει μια χήρα στο ιερό και προσπαθεί να την πηδήξει, ενώ ολόγυρα οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι. Μια σφαίρα σπάει με κρότο το τζάμι από το μικρό παραθυράκι και τα γιαλιά σκορπίζονται παντού. Η χήρα τρομάζει κι αρχίζει να τρέμει.
"Τι έπαθες τέκνον μου; Τι φοβάσαι;"
"Μη φάω καμμιά αδέσποτη."
"Μη φοβάσαι, τέκνον μου. Δεσποτικιά θα την φας."

Τι έγινε μετά

Ο παπάς έχει στο ιερό μια νεαρή, που επέστρεψε στο χωριό από την Αθήνα, γεμάτη αμαρτίες και πήγε να εξομολογηθεί. Αφού περιέγραψε κάποιες ροζ ιστορίες της, η νεαρή του είπε πως ήθελε να εξομολογηθεί για τη μεγαλύτερή της αμαρτία, που το 'χε βάρος στη συνείδησή της. Ο παπάς είχε φτιαχτεί.
"Πες τα μου όλα από την αρχή, τέκνον μου."
"Όπως καθόμουν ένα βράδυ στο παγκάκι, ήρθε ένας νεαρός και μου έπιασε το χέρι."
"Πώς, τέκνον μους Έτσι;" Κι ο παπάς της πιάνει το χέρι. "Κι ύστερα, κι ύστερα;"
"Ύστερα άρχισε να με χαϊδεύει κι έφτασε στο στήθος."
"Πώς τέκνον μου, έτσι, έτσι;............... κι ύστερα, κι ύστερα;"
"Έβαλε το χέρι του στην κυλότα μου και με χάιδευε με το δάχτυλό του."
Ο παπάς έχωσε το χέρι του, και χούφτωσε ξαναμένος.
"Μετά μου έβγαλε την κυλότα και μου άνοιξε τα πόδια."
"Έτσι, έτσι; Και μετά, και μετά;"
"Δεν άντεχα κι εγώ... δε μπορούσα να αντισταθώ, κι εκεί είναι η αμαρτία μου..."
"Συγχωρεμένη, τέκνον μου. Και τι έγινε μετά;"
"Μετά μου τον έβαλε μέσα." Τον χώνει μέσα ο παπάς.
"Και μετά, και μετά;"
"Μετά του είπα πως έχω έιτς..."

Κρέμασμα

Μια αδελφή κουνιστή και λυγιστή πλησιάζει σε μια ομήγυρη και με ναζιάρικη γυναικεία φωνή ρωτάει έναν τύπο.
-Καλέ, γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος εδώ; Τι κάνουν εκεί πέρα;
-Κρεμάνε έναν πούστη.
Και η αδελφή με βαριά, μπάσα φωνή.
-Καλά του κάνουν, καλά του κάνουν...

Ο βόθρος

-Γιάννη, πρόσεχε πού πατάς. Κάπου εδώ έχει ένα βόθρο.
-Τι βόοοοοοθρμπλρμπλρρ!....

Ο γκρεμός

-Γιάννη, πρόσεχε τον γκρεμό.
-Ποιον γκρεμόοοοοοοοοο!!!!!.....

Τα παλούκια

-Γιάννη, όπως πηδάς, πρόσεχε τα παλούκια...
-Ποια παλουουουουουούκκκκ!.....

Ο σκαντζόχοιρος

"Με συγχωρείτε!.." είπε ο σκαντζόχοιρος και κατέβηκε από τη βούρτσα.

15.1.08

Το μωρό

-Είδα στην τηλεόραση, ένα μωρό έπινε γάλα ελέφαντα και σε μια βδομάδα πήρε είκοσι κιλά.
-Τι λες, ρε; Αυτό είναι αδύνατο. Ποιανού μωρό;
-Μιας ελεφαντίνας!...

Τι ήταν;

Δυο μεθυσμένοι έξω από ένα μπαρ.
-Ρε φίλε, κοιτάζω τόσην ώρα στον ουρανό και δε μπορώ να καταλάβω αν είναι ο ήλιος ή το φεγγάρι αυτό εκεί επάνω.
-Δεν ξέρω. Δεν είμαι απ' αυτά τα μέρη.

Και πιάνο

-Γιατρέ, θα μπορώ να παίζω πιάνο μετά την εγχείρηση;
-Μα φυσικά.
-Πω, πω!.. Τι λέτε!.. Και δεν έχω ξαναπαίξει ποτέ μου πιάνο.

Ο κοινωνικός σκύλος

Μπαίνει ένας τύπος σ' ένα κατάστημα και βλέπει ένα χαριτωμένο σκυλάκι.
-Δαγκώνει ο σκύλος σας; Ρωτάει τον καταστηματάρχη.
-Μπα, καθόλου. Είναι πολύ κοινωνικός.
Ο τύπος χαϊδεύει το σκυλί, μα εκείνο αγριεύει με την πρώτη και του δαγκώνει το χέρι,
-Ωχ, ωχ!.. Μου είπες πως το σκυλί σου δεν δαγκώνει, κι αυτό μου έκοψε ολόκληρο κομμάτι.
-Μα, αυτό δεν είναι το δικό μου σκυλί!..

11.1.08

Οι διασωθέντες

Ένα αεροπλάνο με δημοσιογράφους έπεσε στην έρημο και οι δεκαπέντε διασωθέντες το πήραν απόφαση πως θα πεθάνουν εκεί από τον ήλιο. Μα για καλή τους τύχη, ξαφνικά εμφανίζεται απ' το πουθενά μια καμήλα !
Την περικυκλώνουν και κάποια στιγμή καταφέρνουν να την πιάσουν. Κάνουν σύσκεψη και τελικά αποφασίζουν να ανέβουν όλοι στην καμήλα και να την αφήσουν να τους οδηγήσει αυτή, που ασφαλώς θα τους πήγαινε σε κάποια όαση, σε κάποιο χωριό.
Πράγματι ανέβηκαν και οι δεκαπέντε στην καμήλα, κι αυτή άρχισε να πηγαίνει. Μετά από κάποιες ώρες, αυτός που καθόταν μπροστά στο λαιμό, σχεδόν κοντά στο κεφάλι, είδε κάτι σαν δάκρυ στο μάτι της καμήλας. Γυρίζει στον από πίσω του και του λέει.
- Ρε συ, η καμήλα έχει δάκρυα στα μάτια της.
- Τι σου είπε ; ρωτάει ο τρίτος τον μπροστινό του.
- Η καμήλα κλαίει.
Αυτός γυρίζει στον επόμενο και του λέει, πως η καμήλα είναι άρρωστη, κι έτσι μέχρι να φτάσει η είδηση στον τελευταίο είχε διογκωθεί. Ο προτελευταίος μάλιστα ήταν πολύ μελοδραματικός.
- Η καμήλα τα έχει φτύσει. Είναι στα τελευταία της.
Και ο τελευταίος με μια δόση αγανάκτησης από το δίκαιο που τον έπνιγε.
- Μα τι να κάνω; Αν τον βγάλω θα πέσω!

Στο συνεργείο

Ο βεδουίνος πάει την καμήλα του στο συνεργείο.
- Ρε μάστορα, η καμήλα τώρα τελευταία, δεν τραβάει στην ανηφόρα και μου κάνει κουτσουκέλες.
- Ανέβασέ την στην ράμπα, του λέει ο μάστορας.
Στήνουν την καμήλα με τα πόδια ανοικτά επάνω στην ράμπα, κι ο μάστορας πάει από κάτω να κάνει έλεγχο. Αφού έριξε μια ματιά, πήρε δυο τούβλα και χτυπάει με δύναμη τα αρχίδια της καμήλας, που εξαφανίστηκε με μιας σαν πύραυλος στην έρημο.
- Τι έκανες ρε μάστορα, πώς θα την πιάσω τώρα την καμήλα ;
- Ανέβα στην ράμπα.

Το κίτρινο άλογο

Μπαίνει τσαντισμένος ένας κάουμπόυ σ’ ένα σαλούν και φωνάζει άγρια.
-Ποιος καριόλης έβαψε το άλογό μου κίτρινο;
Τσιμουδιά οι άλλοι.
-Επαναλαμβάνωωωω!.. Ποιος είναι αυτός που έβαψε το άλογό μου κίτρινοοο!...
Πετάγεται από μια μεριά ένα κτήνος δυο μέτρα, αξύριστος και σκατόφατσα και του λέει.
-Εγώ, ρε το έβαψα!.. Τρέχει τίποτε;
-Όχι, ρε φίλε…. Να είπα… αν έχεις την καλοσύνη, να του περάσεις κι ένα δεύτερο χέρι….

Το πράσινο άλογο

Μπαίνει φουριόζος ένας ογκώδης και άγριος κάουμπόυ σ’ ένα σαλούν και φωνάζει.
-Ποιος έβαψε το άλογό μου, πράσινο;
Τσιμουδιά. Κανείς δεν τολμάει να πει κουβέντα. Ο τύπος, από την τσαντίλα του, βγάζει αφρούς απ’ το στόμα, και ξαναφωνάζει.
-Είπα, ποιος έβαψε πράσινο το άλογό μου!..
Νεκρική σιγή. Όλοι κάνουν πως είναι απασχολημένοι και δήθεν συζητούν μεταξύ τους. Το κτήνος τα 'χει πάρει στο κούτελο κι είναι έτοιμο ν' αρπάξει τον πιο κοντινό του και να τον λιώσει, οπότε ένας μικροκαμωμένος τυπάκος που καθόταν στη γωνιά, σηκώνεται και λέει.
-Εγώ το έβαψα.
Που σε πονάει και που σε σφάζει. Το θηρίο τον αρπάζει και τον κάνει τουλούμι στο ξύλο. Τον αφήνει αιμόφυρτο κάτω και φεύγει. Τρέχουν οι θαμώνες τριγύρω του να δουν αν ζει. Ο τυπάκος, ίσα που κουνιόταν. Ένας τύπος, που ήταν πιο κοντά του, τον έπιασε από τις μασχάλες και λίγο-λίγο τον βοήθησε να σηκωθεί. Ο τυπάκος, μόλις στάθηκε στα πόδια του, άρχισε να γελά μέχρι δακρύων.
«Πάει του σάλεψε από το πολύ ξύλο», σκέφτηκαν οι άλλοι τριγύρω κι ο τύπος που τον βοήθησε, τον ρώτησε.
-Καλά ρε φίλε, αυτό το κτήνος σε σκότωσε στο ξύλο κι εσύ γελάς;
-Ρε συ, πλάκα του έκανα. Δεν το έβαψα εγώ!...

10.1.08

Η μαύρη Mercendes

Ένας τύπος περνάει το δρόμο και βλέπει έναν άλλο τύπο ξαπλωμένο
στη μέση του δρόμου με το αφτί του κολλημένο στην άσφαλτο.
Ο ξαπλωμένος τύπος του λέει:
- Μαύρη Mercedes cabrio. Δύο επιβάτες, ένας άντρας μελαχρινός
και μία γυναίκα ξανθιά. Πινακίδες: ΥΚΑ 1664.
Ρωτάει ο άλλος έκπληκτος:
- Καλά, όλα αυτά τα κατάλαβες ακούγοντας απλώς;
- Όχι, ρε μαλάκα. Είναι το αμάξι που με πάτησε!!!!!!!!!!!

Ο καμπούρης

Ο καμπούρης του χωριού περνά τα μεσάνυχτα έξω από το νεκροταφείο. Ξάφνου εμφανίζεται μπροστά του ο βενζεβούλης, του δείχνει την καμπούρα του και τον ρωτά:
"Τι είναι αυτό που έχεις στην πλάτη σου ρε;"
"Καμπούρα."
"Φέρτην εδώ."
Και με μια κίνηση του εξαφανίζει την καμπούρα και μετά χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας.
Όταν πήγε την επόμενη μέρα στο καφενείο ο πρώην καμπούρης, όλοι τον ρωτούσαν τι έγινε η καμπούρα του ;
Κι αυτός όλο χαρά τους λέει τι είχε γίνει.
Τ` ακούει ο κουτσός, σκέφτεται ότι είναι μοναδική ευκαιρία για να αποκτήσει το χαμένο πόδι του και σπεύδει τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο.
Εμφανίζεται μπροστά και σ` αυτόν ο βενζεβούλης και τον ρωτά.
"Καμπούρα έχεις ρε;"
"Όχι", απαντά ο κουτσός σαστισμένος.
"Πάρε μια."

Σπάνιο άλογο

-Τί βλέπω; Φοράτε πένθος;
-Ναι, δυστυχώς έχασα τη γυναίκα μου.
-Πώς συνέβη;
-Είχε πάει για ιππασία κι έπεσε από τ' άλογο.
-Τα συλλυπητήριά μου... Και δε μου λέτε; Το πουλάτε αυτό το άλογο;
-Α όχι. Σκοπεύω να ξαναπαντρευτώ.

Δηλώσεις τροχαίων

01. Το άλλο αυτοκίνητο έπεσε πάνω στο δικό μου χωρίς να ειδοποιήσει για την πρόθεσή του.
02. Τράκαρα με ένα σταματημένο φορτηγό που ερχόταν απ' την αντίθετη μεριά.
03. Οδηγούσα για 40 χρόνια όταν αποκοιμήθηκα πάνω στο τιμόνι και προκάλεσα το ατύχημα.
04. Καθώς πλησίαζα τη διασταύρωση, μια πινακίδα ΣΤΟΠ εμφανίστηκε ξαφνικά σ' ένα σημείο που ποτέ πριν δεν είχε εμφανιστεί.
05. Για να μη χτυπήσω τον προφυλακτήρα του μπροστινού οχήματος, χτύπησα έναν πεζό.
06. Ο πεζός δεν μπορούσε να αποφασίσει προς τα που θα τρέξει, όταν τον πάτησα.
07. Ο στύλος της ΔΕΗ πλησίαζε. Προσπάθησα να τον αποφύγω αλλά αυτός έπεσε επάνω μου.
08. Πήγαινα στο γιατρό με πρόβλημα στο πίσω μέρος όταν ξαφνικά άρχισα να χάνω λάδια και χτύπησα.
09. Νόμιζα πως το παράθυρο ήταν κατεβασμένο ώσπου προσπάθησα να βγάλω το κεφάλι μου έξω.
10. Ερχόμενος σπίτι, μπήκα σε λάθος αυλή και χτύπησα σε δέντρο που δεν έχω.

Αλκοτέστ

Ο Μελισανίδης, ο Ολυμπιονίκης, είχε βρέθηκε για διασκέδαση με μια παρέα φίλων στη γλυφάδα, και στην επιστροφή, καθώς μπαίνουν στη παραλιακή, 4:00 το πρωί, τον σταματάει η αστυνομία για αλκοτέστ......
Πάει λοιπόν ο αστυφύλακας στον Μελισανίδη και του λέει να φυσήξει στο μπαλόνι... τσαντίζεται ο Μελισανίδης και τον αγριοκοιτάζει.
-Μα καλά ξέρετε ποιος είμαι; του λέει.... Ιδέα ο χωροφύλακας... τα παίρνει στο κρανίο ο Μελισανίδης βγαίνει από το αμάξι, παίρνει 5 βήματα φόρα , τρέχει και κάνει βουτιά στον αέρα, μπαμ προσγειώνεται κι αμέσως τριπλή ανάποδη τούμπα, διπλή μπροστινή, εκτινάξεις εναέριες, σπαγκάτα, χαμός στο ίσωμα…
-Τώρα πιστεύω να με θυμάσαι!.. του λέει. Τίποτα, χαμπάρι ο αστυφύλακας. Τσαντίζεται περισσότερο ο Μελισανίδης. Παίρνει 10 βήματα φόρα και τρέχει, μια δύο τρεις κολοτούμπες στον αέρα, φραπ!.. προσγείωση, τρεις ανάποδες τούμπες, διπλό σπαγκατο, κατακόρυφες κι οριζόντιες περιστροφές στον αέρα… της πουτάνας.... και καπάκι τέλεια προσγείωση μισό μέτρο από τον χωροφύλακα....
Εν τω μεταξύ είχαν σταματήσει και άλλα αμάξια οι μπάτσοι, ήταν και δυο τύποι ψιλομεθυσμένοι τρία αμάξια πιο πίσω και παρακολουθούσαν, οπότε γυρίζει ο ένας στον άλλο....
- Μεγάλε το έχουν δυσκολέψει πολύ το αλκοτέστ δεν το περνάμε με τίποτα !!!!!.....

Τα εκατό προφυλακτικά

Πάει ένας σε ένα περίπτερο για να αγοράσει προφυλακτικά.
Πελάτης: Θέλω 100 κουτιά προφυλακτικά.
Περιπτεράς: Και που να τα βρω ρε φίλε 100 κουτιά από την ίδια μάρκα;
Πελάτης: Δεν πειράζει, ας είναι από διάφορες μάρκες.
Μαζεύει ο περιπτεράς 100 κουτιά διάφορες μάρκες και του τα δίνει. Πληρώνει ο πελάτης, τα παίρνει και φεύγει. Μετά από δύο μέρες έρχεται ο ίδιος πελάτης στον περιπτερά.
Πελάτης: Ρε φίλε πόσα κουτιά σου γύρεψα;
Περιπτεράς: 100
Πελάτης: Εσύ πόσα μου έδωσες;
Περιπτεράς: 100
Πελάτης: Λάθος μου έδωσες 99
Περιπτεράς: Εντάξει να σου επιστρέψω τη διαφορά.
Πελάτης: Τι να τα κάνω τα λεφτά ρε φίλε; Μου χάλασες εμένα το σαββατόβραδο...

Στον κρεοπώλη

Πάει ένας τύπος στον κρεοπώλη και του λέει:
-Θέλω 2 κιλά κιμά
Πάει λοιπόν ο κρεοπώλης στο ψυγείο παίρνει το κρέας, το κόβει, το περνάει από τη μηχανή, το βάζει στο χαρτί, το ζυγίζει και του λέει:
-Δύο κιλά και 300 γραμμάρια φίλε, να το αφήσω;
-Άφησέ το, κόψε άλλο!!!

Το μιλφέιγ

Πάει ένας τύπος σ’ ένα ζαχαροπλαστείο παραγγέλνει ένα μιλφείγ, το τρώει και κάνει να φύγει. Τον σταματάει ο ζαχαροπλάστης.
-Έι, κύριε. Πού πάτε, δεν έχετε πληρώσει.
-Εγώ ξέρω καράτε. Του λέει ο τύπος στ’ αυτί.
Ο ζαχαροπλάστης σκέφτεται «δεν πάει στο διάολο, ένα μιλφέιγ είναι, άσε να μην έχουμε μπελάδες», και τον αφήνει να φύγει. Ο τύπος ξανάρχεται την άλλη μέρα και ξανατρώει με τον ίδιο τρόπο άλλο ένα μιλφέιγ. Ο ζαχαροπλάστης για να μη μπλεχτεί σε καυγά με καρατίστα και τις φάει, τον άφησε πάλι να φύγει, χωρίς να πληρώσει.
Να όμως που τύπος το έκανε σύστημα κι ερχόταν κάθε μέρα κι έτρωγε ένα μιλφέιγ χωρίς να πληρώνει.
Είδε κι απόειδε ο ζαχαροπλάστης, έψαξε να βρει λύση στο πρόβλημά του και τελικά κατέληξε στην απόφαση, να πάει να μάθει κι αυτός καράτε.
Έρχεται, που λέτε ο τύπος, παραγγέλλει ένα μιλφέιγ, το τρώει και κάνει να φύγει, αλλά τον σταματά ο ζαχαροπλάστης.
-Έι!.. Πού πας; Δεν θα πληρώσεις;
-Ξέρεις φίλε, ξέρω καράτε εγώ.
-Ε, και τι μ’ αυτό; Κι εγώ ξέρω καράτε.
-Τότε γιατί δεν τρως κι εσύ ένα μιλφέιγ????

Δήλωση ατυχήματος

Είμαι ένας επαγγελματίας κτίστης.
Την ημέρα του ατυχήματος δούλευα στη στέγη μιας εξαόροφης οικοδομής. Μετά το πέρας της εργασίας μου είδα ότι μου περίσσευαν περίπου 250 κιλά τούβλα.
Αντί να τα κατεβάσω στα χέρια από τη σκάλα, αποφάσισα να τα βάλω σε ένα βαρέλι και να τα κατεβάσω με μια τροχαλία, που ευτυχώς υπήρχε στη στέγη από πριν.
Σπρώχνω λοιπόν το βαρέλι στο κενό, το γεμίζω με τα 250 κιλά τούβλα και κατεβαίνω στο δρόμο.
Λύνω το σχοινί κρατώντας το γερά, για να κατεβάσω τα τούβλα αργά και σταθερά.
Όπως γράφω και στο έντυπο που μου δώσατε, το βάρος μου είναι 43 κιλά.
Ξαφνιασμένος από ένα δυνατό τράβηγμα τα 'χασα και ξέχασα να αμολήσω το σχοινί.
Όπως αντιλαμβάνεστε, απογειώθηκα και άρχισα μια ταχεία άνοδο παράλληλα προς την οικοδομή
Στο τρίτο πάτωμα περίπου συναντήθηκα με το βαρέλι που κατέβαινε. Αυτό εξηγεί τα κατάγματα του κρανίου και της ωμοπλάτης μου.
Η συνάντηση με το βαρέλι επιβράδυνε την άνοδό μου και συνέχισα να ανεβαίνω μέχρι που τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού χώθηκαν μέσα στην τροχαλία.
Έως τότε είχα βρει τον εαυτό μου και έτσι μπόρεσα να κρατηθώ γερά από το σχοινί, παρά τον πόνο μου.
Την ίδια στιγμή το βαρέλι συγκρούεται με το πεζοδρόμιο και του φεύγει ο πάτος. Ελευθερωμένο από το βάρος των τούβλων το βαρέλι ζύγιζε τώρα 25 κιλά.
Όπως καταλαβαίνετε, ξεκίνησα μια γρήγορη κάθοδο παράλληλα προς την οικοδομή. Στο τρίτο πάτωμα περίπου συναντήθηκα με το βαρέλι που ανέβαινε. Αυτό εξηγεί τα κατάγματα στους αστραγάλους και τα τραύματα στο κάτω μέρος του σώματός μου.
Αυτή τη φορά η σύγκρουση με το βαρέλι με φρενάρισε αρκετά, ώστε να απαλύνει την πτώση μου πάνω στο σωρό από τα τούβλα.
Με λύπη μου σας πληροφορώ ότι ξαπλωμένος κατάχαμα, ακινητοποιημένος από τον πόνο, κοιτώντας το άδειο βαρέλι έξη πατώματα πάνω από το κεφάλι μου, χάνω τις αισθήσεις μου και αμολάω το σχοινί.

Συζυγικοί καυγάδες

Γυναίκα: Δεν αντέχω άλλο κύριε πρόεδρε, θέλω διαζύγιο. Κάθε μέρα με κάνει τόπι στο ξύλο, από το πρωί ως το βράδυ με δέρνει., δεν αντέχω άλλο.
Πρόεδρος: Κατηγορούμενε τι έχεις να πεις για όλα αυτά;
Κατηγορούμενος: Μην την ακούτε κύριε πρόεδρε, από το πολύ ξύλο δεν ξέρει τι λέει.

Αθώος παιδεραστής

-Ακούτε κύριε δικαστή, τι λέει η γκόμενα!.. ότι είμαι ένας παιδεραστής...
Φανταστείτε, τι λέξεις τους μαθαίνουν στην πρώτη δημοτικού!...

Δωροδοκία

Ο παλιός φυλακισμένος ρωτάει το νεοφερμένο.
- Εσένα, γιατί σε φέρανε εδώ;
- Για δωροδοκία.
- Και τι έκανες;
- Έδωσα ένα κόκαλο σ’ ένα αστυνομικό σκυλί.

Παραχάραξη

Δύο ισοβίτες μαλώνουν στη φυλακή.
"Και στο 'λεγα ρε, να μην τυπώσουμε εφτακοσάρικα!.."

Ο ξανθός

Μια μέρα μπαίνει μια ξανθιά σ' ένα κατάστημα γεμάτο άντρες.
Την βλέπουν όλοι κι αρχίζουν να σφυρίζουν. Μόνο ένας ξανθός
δεν έδωσε σημασία. Τον πλησιάζει η ξανθιά, παίρνει ένα τσιγάρο
και του λέει:
-Μ' ανάβεις;
-Όχι, χασάπης κυρά μου!

Στα αγγλικά

Η ξανθιά γυρίζει στο σπίτι και ρωτάει τον άνδρα της:
- Γιώργο που είναι τα παιδιά;
Στ' αγγλικά...απαντάει ο σύζυγος.
- George where are the kids?

Βιολιστής

Ο διευθυντής των φυλακών στον νέο κρατούμενο:
-Εδώ που ήρθες, πρέπει να κάνεις και μια δουλειά. Τι δουλειά έκανες πριν μπεις στη φυλακή;
-Έπαιζα βιολί.
-Ωραία, τότε εδώ θα πριονίζεις ξύλα.

Ο υδραυλικός

Την ώρα που ο εραστής είναι σε ερωτικές περιπτύξεις με την γυναίκα του υδραυλικού, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένα ντιρέκι δυο μέτρα, σαν ντουλάπα.
- Ω!.. ρε πούστη, την έβαψες.
Τον αρπάζει ο υδραυλικός, ο άλλος ούτε που να το σκεφτεί να τα βάλει μαζί του.
- Λέγε ρε καργιόλη, τι θέλεις; Να σ' αρχίσω στις μπουνιές, ή στις βρισιές;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο άμοιρος εραστής αποφασίζει.
- Στις βρισιές.
Κι αρπάζει ο υδραυλικός μια βρύση κι αρχίζει να τον κοπανάει...

Ο Μητσάρας ο μηχανικός

Ο Μητσάρας ο μηχανικός, πήγε στο γείτονά του το γιατρό, για να του παραδώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, που μόλις το είχε επισκευάσει.
«Ρε Μητσάρα, κάνε μου τη χάρη, να μείνεις για λίγο στο ιατρείο, που θέλω να πεταχτώ για πέντε λεπτά σε μια δουλειά.»
«Μετά χαράς. Έχω χρόνο.»
«Κοίτα, όποιος έρθει, πες του να περιμένει. Σε πέντε λεπτά επιστρέφω.»
Έφυγε ο γιατρός, κι ο Μητσάρας στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα του γιατρού, και νάσου μπαίνει ένας ασθενής.
«Γιατρέ μου έχω μεγάλο πρόβλημα…»
Ο Μητσάρας κολακεύτηκε με το «Γιατρέ μου…», και πήρε το ανάλογο ύφος.
«Για ν’ ακούσω…»
«Ξέρετε γιατρέ, εγώ πρώτα μπορούσα, να γαμώ και τέσσερις, και πέντε φορές συνεχόμενα, ενώ τώρα, ούτε δύο.»
Ο Μητσάρας τον κοίταξε σκεφτικός.
«Δε μου λες, τότε που γαμούσες τέσσερις-πέντε φορές συνεχόμενα, ανάμεσα έπινες κανένα ποτήρι νερό;»
«Όχι!..»
«Ε, να το!.. Το βρήκα!.. Έκαψες αρχίδι…»

Βοθροκαθαριστής

Σε μια δύσκολη περίπτωση, όπου είχε βουλώσει το αποχετευτικό σύστημα μιας οικοδομής, κατέφθασε ο βοθροκαθαριστής με τον βοηθό του.
Αφού μελέτησε την κατάσταση, αποφάσισε, πως έπρεπε να καταδυθεί ο ίδιος στο βόθρο για να τον ξεβουλώσει. Φόρεσε λοιπόν γυαλιά καταδύσεων και αναπνευστήρα, κι έκανε μακροβούτι στο βόθρο.
Μετά από λίγο βγάζει το κεφάλι του ανάμεσα στις επιπλέουσες κουράδες και φωνάζει στο βοηθό του.
"Δώσε μου ένα γαλλικό κλειδί." Ο βοηθός του, που είχε μπροστά του το κασελάκι με τα εργαλεία, ξεχώρισε και του 'δωσε το γαλλικό κλειδί.
Ξανακάνει μακροβούτι και μετά από λίγο ζητάει έναν κάβουρα, ύστερα ένα κατσαβίδι, ένα δεκαοχτάρι γερμανικό, και πάει λέγοντας. Τελικά παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξαναβουτάει. Περνάει αρκετή ώρα πριν ξαναβγάλει το κεφάλι του.
"Πιάσε μου ένα λοστό", φωνάζει στο βοηθό του, μα με έκπληξη τον βλέπει να έχει ακουμπήσει σ' ένα τοίχο και να καπνίζει αρειμανίως. Τσαντισμένος του βάζει τις φωνές.
"Τι κάνεις εκεί βρε μαλάκα, δεν είχες την υπομονή να τελειώσουμε και μετά ν' ανάψεις τσιγάρο; Γι αυτό μια ζωή βοηθός θα μείνεις!.."

Η ροχάλα

Ο Αποστόλης πηγαίνει στο νοσοκομείο με τη γυναίκα του την Τούλα, για να επισκεφθούν την πεθερά του. Η Τούλα που τον έσερνε κυριολεκτικά από τη μύτη και κάθε τόσο "Αποστόλη αυτό" και "Αποστόλη εκείνο", σε κάποια φάση του δείχνει επάνω στο τραπεζάκι, ένα ποτήρι όπου η μάνα της έφτυνε τα μετεγχειρητικά φλέματα.
-Αποστόλη, αν μ' αγαπάς, θα πιεις αυτό το ποτήρι...
Ο Αποστόλης κοιτάζει το σχεδόν γεμάτο ποτήρι με τα πρασινοκίτρινα φλέματα και με κάτι κόκκινα κομματάκια μέσα κι αλληθωρίζει.
-Μα αγάπη μου...
-Μα, ξεμάαα!.. Δεν ακούω τίποτε. Εδώ θα δείξεις την αγάπη σου. Αν μ' αγαπάς, θα το πιεις.
Τι να κάνει ο Αποστόλης, παίρνει το ποτήρι κι αρχίζει να πίνει. Δεν έφτασε στη μέση, κι η γυναίκα του αηδίασε.
-Φτάνει, φτάνει. Εντάξει, μ' αγαπάς... Σταμάτα, μην πίνεις άλλο!..
Ο Αποστόλης συνέχιζε να πίνει, μέχρι το άδειασε εντελώς.
-Μα γιατί, γιατί!.. Αφού σου είπα να σταματήσεις. Γιατί δεν σταμάτησες.
-Μα δε μπορούσα. Ήταν μια ολόκληρη μονοκόμματη ροχάλα!..

Η σούπα

Ένας ευγενικός τύπος είχε παραγγείλει στο εστιατόριο μια κοτόσουπα, και βλέπει πως το γκαρσόνι καθώς την φέρνει, έχει τον αντίχειρά του χωμένο μέσα στη σούπα. Αηδίασε, αλλά δεν το έδειξε και για να μη δημιουργήσει επεισόδιο, ζήτησε να του φέρει μια χορτόσουπα. Πάλι όμως το δάχτυλο ήταν χωμένο μέσα στη σούπα, κι αυτό γινόταν συνέχεια, κάθε φορά που ο ευγενικός τύπος άλλαζε την παραγγελία, μέχρι που σώθηκαν οι σούπες που ανάφερε ο κατάλογος. Οπότε ο ευγενικός τύπος ρωτά το γκαρσόν με συγκρατημένη αγανάκτηση.
-Γιατί έχεις πάντα το δάχτυλό σου μέσα στη σούπα;
-Ο αντίχειράς μου μαζεύει πύον κι ο γιατρός μου είπε να το βάζω συνέχεια στα ζεστά. Δεν άντεξε πια ο ευγενικός τύπος και με έκρηξη οργής του λέει.
-Και γιατί δεν το βάζεις στον κώλο σου;
-Μα προηγουμένως, εκεί το είχα....

Ιδιοτροπίες

Πάει ένας, καθ’ όλα σοβαρός τύπος, σ’ ένα εστιατόριο και παραγγέλνει.
-Παρακαλώ, φέρτε μου μια μερίδα σκατά.
-Μα, κύριε…
-Και κοίτα, όσο πιο γρήγορα μπορείς, γιατί βιάζομαι.
Πάει το γκαρσόν μέσα στα μαγειρεία.
-Αφεντικό, ένας τύπος εκεί πέρα παρήγγειλε σκατά. Τι να κάνω;
-Ρωτάς τι να κάνεις; Πάρε ένα πιάτο, χέσε μέσα και πήγαινέ του τα.
Του σερβίρει λοιπόν το γκαρσόν τα φρέσκα σκατά κι ο τύπος τα πλακώνει και τα τρώει στο πιτς φυτίλι. Πληρώνει, αφήνει και πουρμπουάρ και φεύγει.
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα ξαναεμφανίζεται ο ίδιος τύπος και ξανατρώει σκατά. Το ίδιο βιολί συνεχίστηκε για πολύ καιρό και στο εστιατόριο έγινε πια ρουτίνα, και μάλιστα για την ταχύτερη και καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη τους ετοίμαζαν από πριν σκατά διαφόρων ειδών και πυκνοτήτων, για πρώτο, δεύτερο και τρίτο πιάτο.
Μια μέρα, μόλις το γκαρσόν άφησε την παραγγελία με τα σκατά κι έκανε να φύγει, τον φωνάζει ο πελάτης.
«Έλα, έλα πάρτα απ’ εδώ όλα… σιχάθηκα!..»
«Μα κύριε, τώρα ξαφνικά σιχαθήκατε; Εδώ κι ένα μήνα τρώτε τα σκατά μας κι είστε πάντα ευχαριστημένος..»
«Πάρτα, πάρτα, σιχάθηκα σου λέω!... Βρήκα μια τρίχα μέσα στο πιάτο!..»

Φιλική συζήτηση

Δυο φίλοι συζητούν για τις γυναίκες τους:
"Δεν μου λες", λέει ο ένας, "η γυναίκα σου είναι καλή στο κρεβάτι;"
"Τι να σου πω", λέει ο άλλος, "άλλοι λένε ναι, άλλοι λένε όχι..."

Το τρένο

Ήταν μια γυναίκα που έμενε μόνη της σχεδόν όλο το χρόνο γιατί ο άντρας της ήταν ναυτικός. Το σπίτι ήταν κοντά στις γραμμές του τρένου, που όταν περνούσε, έπεφτε η ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας. Καλεί λοιπόν μια μέρα έναν μαραγκό.
-Ξέρετε όποτε περνάει το τρένο η ντουλάπα πέφτει.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της η γυναίκα, περνάει το τρένο και πέφτει η ντουλάπα. Αφού τη στηρίζει ο μαραγκός και τελειώνει τη δουλειά, περνάει το τρένο και πέφτει πάλι κάτω η ντουλάπα. Ο μαραγκός απορεί.
- Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει, αλλά αυτή τη φορά θα την καρφώσω στον τοίχο με ατσαλόπροκες για να μη πέφτει με τίποτα.
-Για να δούμε τώρα που θα περάσει το τρένο θα πέσει πάλι;
Περνάει το τρένο και ξαναπέφτει η ντουλάπα. Ο μαραγκός τρελαίνεται.
-Πρώτη φορά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είμαι περίεργος. Θα μπω μέσα στη ντουλάπα να δω από μέσα, την ώρα που περνά το τρένο, τι πάει στραβά και πέφτει.
Μπαίνει ο μαραγκός μέσα στη ντουλάπα και κλείνει τα φύλλα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο άντρας της γυναίκας, που μόλις γύρισε από ταξίδι. Βλέποντας την ακαταστασία ψιλιάζεται.
-Άτιμη θα σε σκοτώσω. Λέγε, πού τον έχεις κρύψει, τον εραστή σου;
Πάει και ανοίγει τη ντουλάπα και βλέπει μέσα τον μαραγκό.
-Ρε αλήτη τι κάνεις εδώ μέσα;
-Τώρα, άμα σου πω ότι περιμένω, να περάσει το τρένο, θα με πιστέψεις;

Μανιτάρια

Δεν μου λες, τι γίνεται ο Φίλιππος; Τον βλέπεις καθόλου;
_Χμ, είναι χήρος για τρίτη φορά!
-Μπα! Και από τι πέθανε η πρώτη του γυναίκα;
_Δηλητηριάστηκε από μανιτάρια.
-Τρομερό! Και η δεύτερη;
_Δηλητηριάστηκε από μανιτάρια.
-Τι μου λες! Και η Τρίτη πέθανε με τον ίδιο τρόπο;
_Όχι. Αυτή πέθανε από κάταγμα του κρανίου.
-Ατύχημα;
_Όχι. Δεν ήθελε να φάει μανιτάρια!

Μαθηματικά

Ο Μπόμπος ψιλοτεμπέλιαζε στα μαθηματικά κι οι γονείς του τον έστειλαν σ’ ένα φροντιστήριο. Μέσα σ’ ένα μήνα, ο Μπόμπος έγινε πρώτος μαθητής στα μαθηματικά. Ένας φίλος του απορημένος τον ρώτησε.
«Είναι τόσο καλό το φροντιστήριο;»
«Καλό δεν είναι, αλλά είναι πολύ αυστηρό. Να φανταστείς, πάνω από τον πίνακα έχει μια φωτογραφία μ’ έναν τύπο, που τον καρφώσανε επάνω στο συν(+)!..»

Η Βεράντα

Η δασκάλα διάβαζε την έκθεση του Τοτού «Πώς περνάω τη μέρα μου» και προσπαθούσε να βγάλει νόημα…
«Το πρωί όταν σηκώνομαι, πηδάω τη βεράντα, πάω τρώω το πρωινό μου, παίρνω την τσάντα μου και πάω στο σχολείο.
Όταν σχολάσω, τρώω το μεσημεριανό μου, πηδάω τη βεράντα κι ύστερα κάθομαι και διαβάζω τα μαθήματά μου. Όταν τελειώσω, πηδάω τη βεράντα και πάω να παίξω με τους φίλους μου.
Το βράδυ μετά το δείπνο, πηδάω τη βεράντα και πέφτω για ύπνο.»
Η δασκάλα σαστισμένη και με χίλιες δυο σκέψεις, πάει στο σπίτι του Τοτού, να μιλήσει με τη μητέρα του, η οποία την υποδέχτηκε εγκάρδια.
«Θα πάρετε ένα τσάι;»
«Ευχαρίστως.» Και η μητέρα του Τοτού λέει στην υπηρέτρια.
«Βεράντα!.. Φέρε ένα τσάι στην κυρία…»

Γουρουνίσια πόδια

-Τοτό, πήγαινε στον κρεοπώλη και δες αν έχει γουρουνίσια πόδια.
Πήγε και γύρισε ο Τοτός κι η μάνα του τον βλέπει με άδεια χέρια.
-Τι έγινε, δεν είχε γουρουνίσια πόδια;
-Δε μπορούσα να δω, καλέ μαμά, γιατί φορούσε κάλτσες!!!...

Οι ινδιάνοι

Οι καουμπόηδες είναι πίσω από το λόφο και ο αρχηγός στέλνει το Τζο στην κορυφή για να δει πόσοι ινδιάνοι είναι από την άλλη μεριά. Ο Τζο πάει πολύ γρήγορα κι επιστρέφει αμέσως.
"Αρχηγέ, είναι πεντακόσιοι δυο ινδιάνοι."
"Καλά βρε τσακάλι, πότε πρόλαβες και τους μέτρησες;"
"Ήταν δυο μπροστά και καμιά πεντακοσαριά πίσω!!!..."

Ροντέο

Κάποιοι Καουμπόηδες είναι στο μπαρ και συζητάνε για γυναίκες, σεξ και αγαπημένες στάσεις...
Ο πρώτος λέει:
- Εμένα η αγαπημένη μου στάση είναι το Ροντέο, έτσι είναι που τη βρίσκω πραγματικά
Όλοι οι άλλοι τον ρωτάνε γεμάτοι περιέργεια:
- Για πες μας, για πες μας!
- Λοιπόν να σας εξηγήσω τους λέει αυτός, είναι απλό. Καβαλάς τη γκόμενα κανονικά.
Αρχίζεις τα διάφορα όπως συνήθως. Δεν βιάζεσαι, της κάνεις ότι της αρέσει. Όταν δεις ότι έχει ανάψει και την έχει βρει, κρατιέσαι γερά.
Σκύβεις και τις ψιθυρίζεις στο αυτί:
- Και η αδερφή σου λατρεύει αυτήν την στάση!...
Μετά προσπαθείς να κρατηθείς πάνω της για οχτώ δευτερόλεπτα!

Τακούνια

Συζητούνε δυο "αδελφές".
-Μωρή, καλά εγώ κάπου δικαιολογούμαι, που έγινα αδελφή, αφού ζω μέσα στην αμαρτία της μεγαλούπολης, όμως εσύ από αγροτικό χωριό, πώς στο καλό τα κατάφερες;
-Να, ξέρεις. Ήμουν στο χωράφι, κι όπως έσκυψα για λίγο, ήρθε ένας από πίσω και μου την έκανε τη δουλειά.
-Καλά μωρή, και γιατί δεν φώναξες, δεν έτρεξες να φύγεις;
-Πού να τρέξω μες στα χωράφια με δέκα πόντους τακούνι;

Ο παπαγάλος

Μία αδερφή μπαίνει σε ένα καφενείο έχοντας στον ώμο της ένα παπαγάλο.
Κάποια στιγμή τους λέει,
"Όποιος μου πει τι πουλί είναι αυτό, θα κάτσω να με γ***σει."
Πετάγεται τότε ένας και του απαντάει "Περιστέρι".
Και η αδερφή, "Κι αυτό σωστό!.."

Τριχοφυΐα

Κάποιος, που είχε δοκιμάσει τα πάντα για το πρόβλημα της φαλάκρας του, βλέπει μια διαφήμιση για μια νέα επαναστατική μέθοδο κι επειδή δεν κόστιζε πολύ, αποφάσισε να πάει.
"Το πρόβλημά σας δεν είναι τίποτε για μας.", του είπε ο γιατρός. "Θα λυθεί οπωσδήποτε. Πάρτε αυτό το μπουκάλι και κάθε μέρα να κάνετε μια επάλειψη στο κεφάλι. Προς θεού όμως, μη διαβάσετε τις οδηγίες, πριν από το τέλος της θεραπείας. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε, να μου τηλεφωνήσετε."
Παίρνει λοιπόν το μπουκαλάκι ο τύπος και αρχίζει τη θεραπεία. Μετά την πρώτη βδομάδα, κοιτάζεται στον καθρέπτη, αλλά πουθενά μαλλιά, ενώ το κεφάλι του έχει μικρύνει αισθητά. Ανήσυχος τηλεφωνεί στο γιατρό.
"Μην ανησυχείτε, η θεραπεία πάει περίφημα. Συνεχίστε έτσι κι όλα θα πάνε καλά", του είπε ο γιατρός.
Περνάει η δεύτερη βδομάδα μα πάλι δεν έχει βγάλει ούτε μια τρίχα. Και το κεφάλι του έχει μικρύνει κι άλλο. Έντρομος ο τύπος, τηλεφωνεί πάλι στο γιατρό."
"Έξοχα!.." του λέει ενθουσιασμένος ο γιατρός. "Η θεραπεία προχωράει αποτελεσματικότατα. Συνεχίστε, κι όπως είπαμε, μη διαβάσετε τις οδηγίες."
Στην τρίτη βδομάδα κι ακόμα δεν είχε βγάλει ούτε μία τρίχα. Κοιτάζει στον καθρέφτη και παθαίνει σοκ. Το κεφάλι του έχει μικρύνει σαν πεπονάκι! Τρελαμένος τρέχει και παίρνει το κουτί που είχε το μπουκάλι με το φάρμακο.
"Ας λέει ότι θέλει ο γιατρός, εγώ θα διαβάσω τις οδηγίες."
Τις ανοίγει και διαβάζει:
"Όταν το κεφάλι σας γίνει σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ, χτενίστε τα φρύδια προς τα πάνω!"

Ο τυχεράκιας

Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει.
-Τι γίνετε γιατρέ; Όλα καλά, έτσι;
-Δυστυχώς έχω για `σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός. Ποια θες να ακούσεις πρώτα;
-Τι μου λες γιατρέ μου τώρα; Με κάνεις και ανησυχώ. Πες μου τα δυσάρεστα πρώτα. Τι τρέχει;
-Κοίτα!! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής!!!
-Τι λες ρε γιατρέ τώρα;; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;
-"Σε ψάχνω από χθες...!!!

Μεταξύ γειτόνων

Μεταξύ γειτόνων.
-Ξέρεις ότι χτες το βράδυ ξέχασες τα παράθυρα ανοιχτά και σε είδα στο κρεββάτι με τη γυναίκα σου;
-Όχι δεν το ήξερα. Μόλις γύρισα από ένα ταξίδι για δουλειές.

Ευτυχώς

Ένας τύπος λέει στο φίλο του για μια ερωτική του περιπέτεια με μια παντρεμένη.
-Κι εκεί που ήμασταν γυμνοί επάνω στο κρεβάτι, σκάει μύτη ο άντρας της, ένας τύπος δυο μέτρα… και την είχε πολύ μεγάλη, σου λέω…
…ευτυχώς που με γάμησε, γιατί έτσι και μου την κοπανούσε στο κεφάλι, τώρα θα ήμουν τέζα…