11.1.08

Το πράσινο άλογο

Μπαίνει φουριόζος ένας ογκώδης και άγριος κάουμπόυ σ’ ένα σαλούν και φωνάζει.
-Ποιος έβαψε το άλογό μου, πράσινο;
Τσιμουδιά. Κανείς δεν τολμάει να πει κουβέντα. Ο τύπος, από την τσαντίλα του, βγάζει αφρούς απ’ το στόμα, και ξαναφωνάζει.
-Είπα, ποιος έβαψε πράσινο το άλογό μου!..
Νεκρική σιγή. Όλοι κάνουν πως είναι απασχολημένοι και δήθεν συζητούν μεταξύ τους. Το κτήνος τα 'χει πάρει στο κούτελο κι είναι έτοιμο ν' αρπάξει τον πιο κοντινό του και να τον λιώσει, οπότε ένας μικροκαμωμένος τυπάκος που καθόταν στη γωνιά, σηκώνεται και λέει.
-Εγώ το έβαψα.
Που σε πονάει και που σε σφάζει. Το θηρίο τον αρπάζει και τον κάνει τουλούμι στο ξύλο. Τον αφήνει αιμόφυρτο κάτω και φεύγει. Τρέχουν οι θαμώνες τριγύρω του να δουν αν ζει. Ο τυπάκος, ίσα που κουνιόταν. Ένας τύπος, που ήταν πιο κοντά του, τον έπιασε από τις μασχάλες και λίγο-λίγο τον βοήθησε να σηκωθεί. Ο τυπάκος, μόλις στάθηκε στα πόδια του, άρχισε να γελά μέχρι δακρύων.
«Πάει του σάλεψε από το πολύ ξύλο», σκέφτηκαν οι άλλοι τριγύρω κι ο τύπος που τον βοήθησε, τον ρώτησε.
-Καλά ρε φίλε, αυτό το κτήνος σε σκότωσε στο ξύλο κι εσύ γελάς;
-Ρε συ, πλάκα του έκανα. Δεν το έβαψα εγώ!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: