29.2.08

Ο κουτσάφτης

Ο Μπόμπος ετοιμάζεται να πάει επίσκεψη με τη μαμά του.

"Μπόμπο, εκεί που θα πάμε, είναι ένα παιδάκι με ειδικές ανάγκες. Δεν έχει αυτιά.

Πρόσεξε λοιπόν μην πεις τίποτε το περίεργο, γιατί αλίμονό σου κακομοίρη μου."

"Εντάξει μαμά."

Φτάνουν στον προορισμό τους, ο Μπόμπος βλέπει το παιδάκι που δεν είχε αυτιά, μα, κάτω από το άγριο βλέμμα της μητέρας του δεν έκανε κανένα σχόλιο. Όλα κυλούσαν ωραία, μα μετά από λίγο ο Μπόμπος ήθελε να ρωτήσει κάτι στην κυρία του σπιτιού. Η μητέρα του δαγκώνεται και του κάνει νόημα, μη και του ξεφύγει καμιά κουβέντα για το παιδί.

"Το παιδάκι βλέπει καλά;"

Χαμογελάκια ανακούφισης από τη μητέρα του Μπόμπου.

"Και βέβαια βλέπει καλά, Μπόμπο μου", απαντάει η μητέρα του παιδιού.

Μετά από λίγο όμως ο Μπόμπος ξαναρωτάει.

"Το παιδάκι θα βλέπει καλά όταν γίνει είκοσι χρονών;"

"Και βέβαια θα βλέπει καλά. Γιατί να μην βλέπει;"

Η ώρα περνούσε κι ο Μπόμπος στριφογύριζε ανήσυχος. Το ίδιο κι η μαμά του...

"Όταν το παιδάκι γίνει σαράντα χρονών, θα βλέπει καλά;"

"Γιατί όχι;"

"Κι όταν γίνει εξήντα;"

"Ε, τότε μπορεί να βάλει γυαλιά."

"Και πού θα τα κρεμάει, στ' αρχίδια του;"

Δεν υπάρχουν σχόλια: