3.4.08

Τα βερύκοκα

Ο κυρ-Θόδωρος κατάλαβε πως κάποιος του έκλεβε τα βερίκοκα. Κάθε πρωί έβλεπε να αραιώνουν κάποια κλαδιά κι αποφάσισε να στήσει καρτέρι, για να πιάσει τον κλέφτη.
Πράγματι, παραφύλαξε το βράδυ κρυμμένος στο σκοτάδι, κι όταν πήγε δώ-δεκα κι ησύχασε η γειτονιά τριγύρω, άκουσε ελαφριά βήματα και είδε μια σκιά να πηδά τη μάντρα. Την ώρα που πλησίαζε στη βερικοκιά, όρμησε κα-τά πάνω του να τον πιάσει. Ο κλέφτης όμως ήταν πολύ σβέλτος και το ‘βαλε στα πόδια, αλλά την ώρα που πήδηξε επάνω στη μάντρα για να φύγει, ο κυρ-Θόδωρος κατάφερε και του ‘πιασε τ’ αρχίδια και τον κρατούσε εκεί επάνω αιχμάλωτο.
«Λέγε ρε, άτιμε, ποιος είσαι;»
Τσιμουδιά ο κλέφτης. Μόνο κάτι πνιχτά μουγκρητά πόνου.
«Δεν σ’ αφήνω αν δεν μου πεις.»
Τίποτε ο κλέφτης. Τα βογκητά δυνάμωναν, αλλά απάντηση καμιά. Ο κυρ-Θόδωρος τράβηξε με μεγαλύτερη δύναμη.
«Λέγε ρε ζαγάρι, πες μου, γιατί θα σου τα ξεριζώσω… ποιος είσαι;»
Και τότε ακούστηκε μια πνιχτή φωνή.
«Ο μμμμουγκός…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: